Το “Πιστεύω” ενός άθεου

 
Συγγραφέας: Χάρης Φουνταλής Αύγουστος–Δεκέμβριος 2013
   

Έχω ένα φίλο που είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, αλλά από αυτούς που η θρησκεία παίζει εντονότατο ρόλο στη ζωή-τους. Διάβασα μια μέρα σε γραπτό αυτού του φίλου-μου να εξηγεί σε τρίτον, επίσης Ορθόδοξο, για ποιο λόγο εγώ, ο συγγραφέας του παρόντος, είμαι άθεος. Είπε λοιπόν ο φίλος-μου πως δεν έχω δει ακόμα αρκετές αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, γιαυτό — τάχα — είμαι άθεος.

Όχι καλέ-μου φίλε. Λάθος πληροφόρησες τον γνωστό-σου για το άτομό μου. Η αθεΐα-μου, δηλαδή η άποψή μου περί μη ύπαρξης του Θεού, είναι ένα συμπέρασμα που προκύπτει από ένα σύνθετο σύστημα αξιωμάτων, παραδοχών δηλαδή που κάνω για τον κόσμο που με περιβάλλει. Όλοι-μας κάνουμε κάποιες αρχικές παραδοχές, γιατί χωρίς αυτές — χωρίς κάποια βάση δηλαδή — το οικοδόμημα της πίστης του καθενός δεν θα στηριζόταν πουθενά. Για σένα μπορεί η βάση αυτή να είναι το “Σύμβολο της Πίστεως” (το “Πιστεύω”), και τα δεδομένα-σου να είναι οι προσωπικές-σου εμπειρίες. Για μένα η βάση είναι άλλη, αυτή που εξηγώ εδώ, και η διαφορά-μας είναι στο οτι η δική-σου βάση είναι ακλόνητη, ενώ η δική-μου τελεί πάντα υπό κριτική εξέταση, όπως θα διαβάσεις. Αυτό μπορεί να σου ακούγεται σαν μειονέκτημα· στην πραγματικότητα όμως πρόκειται ακριβώς για το πλεονέκτημα που, μέσω διαδικασίας πολλών αιώνων, μας επέτρεψε να γνωριστούμε και να γίνουμε φίλοι μέσω ενός αδιανόητου πριν λίγες δεκαετίες εργαλείου: αυτού που έχεις τώρα μπροστά στα μάτια-σου. Επίσης, τα δεδομένα-μου δεν είναι απλώς αυτά που παρατηρώ με τα ίδια-μου τα μάτια. Δεν μπορώ να εμπιστεύομαι απολύτως και σε όλες τις περιπτώσεις το δικό-μου νου. Διάβασε, και θα καταλάβεις τί εννοώ.

Σε ότι ακολουθεί, θα ήθελα επίσης να σου δικαιολογήσω αυτές τις παραδοχές-μου, ή “αρχές-μου”, για να καταλάβεις λίγο καλύτερα το πώς σκέφτομαι και πώς διαφέρει η σκέψη-μου από τη δική-σου. Δεν πρόκειται να δείξω εδώ πώς συμπεραίνω το οτι οτιδήποτε το υπερφυσικό είναι αποκύημα του νου του ανθρώπου, γιατί αυτό θα απαιτούσε ένα ολόκληρο βιβλίο, κ’ ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο. Αλλά μπορώ να εξηγήσω τουλάχιστον τις αρχές-μου, το δικό-μου “Πιστεύω” (που, σαν άθεος που είμαι, φυσικό είναι να διαφέρει πολύ από το δικό-σου). Αυτό δεν το κάνω προκειμένου να σε πείσω για οτιδήποτε αντίθετο προς όσα πιστεύεις. (Αλλίμονο, η “κατήχηση” σπάνια είναι χαρακτηριστικό των άθεων· και στις σπάνιες περιπτώσεις που είναι, κακώς είναι.) Σκοπός-μου είναι όταν συζητάμε στο μέλλον για θέματα πίστης να μπορώ να σε παραπέμψω στο παρόν, ώστε να σου δείχνω πώς έπονται τα όσα ισχυρίζομαι από όσα θεμελιωδώς πιστεύω.

Απαρίθμηση Αρχών (ή: Πίνακας Περιεχομένων):

Προλεγόμενα: περί της Αρχής 0 (θεμελίωση επί της βιολογικής εξέλιξης)
Αρχή 1η: Προτεραιότητα δεδομένων
Αρχή 2η: Αντικειμενικότητα παρατηρήσεων (ταπεινότητα #1)
Αρχή 3η: Ελαχιστοποίηση θεωριών (“Ξυράφι του Όκαμ”)
  Συνέπεια 3.1: Παρέκταση θεωριών ως βάση προβλέψεων
Αρχή 4η: Αποφυγή απόλυτης βεβαιότητας (ταπεινότητα #2)
Αρχή 5η: Ορθολογισμός
  Συνέπεια 5.1: Το επιθυμητό δεν είναι απαραίτητα και το αληθινό
    Συνέπεια 5.1.1: Δεν είμαστε η “κορωνίδα της Δημιουργίας” (ταπεινότητα #3)
Αρχή 6η: Απόκτηση εύρους και βάθους γνώσης
  Συνέπεια 6.1: Σκεπτικισμός
Αρχή 0: Θεμελίωση επί της βιολογικής εξέλιξης
Σχόλια επί του “ακλόνητου” της βάσης της πίστης
Μπορεί να υπάρχει το “υπερφυσικό”;


Βασικές έννοιες σε ότι ακολουθεί είναι αυτές των δεδομένων και των θεωριών. Μια προσεκτικότερη εξέταση του τί ονομάζουμε δεδομένο και τί θεωρία γίνεται μόνο στην 4η Αρχή, γιατί μόνο εκεί, μιλώντας περί “βαθμών βεβαιότητας”, μπορεί να γίνει κατανοητό το συνεχές μεταξύ δεδομένου και θεωρίας, που σημαίνει την αδυναμία αυστηρής διαφοροποίησής τους. Επομένως στις Αρχές πριν από την 4η θα γίνεται αναφορά σε δεδομένα και θεωρίες με την καθομιλούμενη έννοια, αναβάλλοντας την καλύτερη κατανόηση των εννοιών αυτών μέχρι την 4η Αρχή.

Ας εξετάσουμε τις Αρχές αναλυτικά λοιπόν.


Προλεγόμενα: περί της Αρχής 0 (θεμελίωση επί της βιολογικής εξέλιξης)

Υπάρχει μια Αρχή μεταξύ των υπόλοιπων αρχών-μου, αγαπητέ-μου θρήσκε φίλε, που θα την πω “μηδενική”, γιατί προηγείται των άλλων, καθώς κάποιες από εκείνες στηρίζονται στην αρχή αυτή. Αλλά δεν μπορώ να σου την εξηγήσω εδώ αναλυτικά, γιατί χωρίς την παρουσίαση και συζήτηση των υπόλοιπων αρχών, η Αρχή 0 θα σου φανεί αυθαίρετη, ξεκάρφωτη, “άνευ λόγου και αιτίας”. Γιαυτό θα την ανακοινώσω απλώς τώρα, και θα αναβάλω τη συζήτησή της για το τέλος.

Η Αρχή 0 λέει οτι όταν μια συμπεριφορά έχει τις ρίζες-της στην εξελικτική πορεία μέσω της οποίας αναδύθηκε το ανθρώπινο είδος-μας από προγενέστερα είδη ζώων (πρωτευόντων, θηλαστικών, τετραπόδων, αμφιβίων, ιχθύων, αρχέγονων σπονδυλωτών, κλπ), και όταν αυτή η συμπεριφορά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση κάθε ατόμου όλων των προγονικών-μας ειδών, τότε αυτή είναι μια “σωστή” συμπεριφορά. Μπορεί στη διάρκεια των γεωλογικών αιώνων (δισεκατομμυρίων ετών) η συμπεριφορά αυτή να έχει γίνει πιο πολύπλοκη· ιδίως μάλιστα, με την έλευση των ανθρώπινων ειδών και δη του δικού-μας, μπορεί η συμπεριφορά να έχει γίνει τόσο πολύπλοκη ώστε να δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε την προέλευσή της. Η δυσκολία-μας όμως στην αναγνώριση είναι απλώς ένα προσωρινό-μας πρόβλημα, που δεν πρέπει να μας αποτρέψει από του να κατανοήσουμε τις ρίζες  της συμπεριφοράς αυτής, και να τη δεχτούμε σαν “σωστή”.

Όπως είπα, ο λόγος για τον οποίο θέτω την Αρχή 0 δεν γίνεται εύκολα κατανοητός, ιδίως χωρίς παραδείγματα. Τα παραδείγματα αυτά θα μας τα προσφέρουν κάποιες από τις υπόλοιπες αρχές που ακολουθούν, στις οποίες στρέφουμε τώρα την προσοχή-μας.


Αρχή 1η: Προτεραιότητα δεδομένων

Προκειμένου να δεχτώ οτι κάτι ισχύει, πρώτα εξετάζω δεδομένα, και ύστερα συμπεραίνω αυτό το κάτι, δηλαδή τη θεωρία που εξηγεί τα δεδομένα.

Λογικό, θα πεις αγαπητέ-μου φίλε. Ναι, αλλά εσύ δεν το κάνεις αυτό. Σε ρώτησα κάποτε αν έχεις την παραμικρή αμφιβολία οτι ο Θεός υπάρχει, και μου είπες όχι. Μου απάντησες, γραπτά μάλιστα, οτι είσαι απόλυτα βέβαιος, εκατό-τοις-εκατό, οτι ο Θεός υπάρχει. Αυτό σημαίνει οτι βάζεις τη θεωρία (“ο Θεός υπάρχει”) μπροστά από τα δεδομένα, αφού την άποψή σου αυτή δεν επιτρέπεις στον εαυτό-σου να τη θέσει υπό αμφισβήτηση· δεν την εξαρτάς από δεδομένα, από παρατηρήσεις δηλαδή ή απ’ οτιδήποτε άλλο· είναι μια απόλυτη αλήθεια αυτή για σένα.

Μπορεί βέβαια να ισχυριστείς το εξής: «Για μένα το οτι “ο Θεός υπάρχει” δεν είναι θεωρία, δεν είναι άποψή μου δηλαδή, αλλά είναι δεδομένο που προκύπτει από κατευθείαν παρατηρήσεις». Τότε έχε σε παρακαλώ υπομονή, διάβασε την “Αρχή 2η”, παρακάτω — περί αντικειμενικότητας, — διάβασε και την “Αρχή 4η”, που εξηγεί τί εννοώ εγώ όταν λέω “δεδομένο” και τί “θεωρία”, και έλα να ξανασυζητήσουμε το αν “ο Θεός υπάρχει” είναι ή δεν είναι θεωρία.

Αντίθετα, εγώ το “ο Θεός δεν υπάρχει” (δεν υπάρχει εκτός του ανθρώπινου νου) το βγάζω σαν συμπέρασμα από παρατηρήσεις, είτε δικές-μου είτε άλλων. (Θα εξηγήσω αργότερα κατά πόσο και υπό ποιες συνθήκες μπορώ να βασίζομαι σε παρατηρήσεις, δικές-μου ή άλλων.) Επομένως δεν δίνω σ’ αυτό το συμπέρασμα απόλυτη ισχύ, δεχόμενος οτι μπορεί να κάνω και λάθος. Βέβαια, δεδομένης της σημασίας του συμπεράσματος αυτού για τη ζωή-μου (ή μάλλον γι’ αυτό που εσύ ονομάζεις “αιώνια ζωή”), θα πρέπει να έχω πολύ μεγάλη βεβαιότητα οτι το συμπέρασμά μου είναι σωστό. Πάντως όχι απόλυτη βεβαιότητα. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ απόλυτης και εξαιρετικά μεγάλης βεβαιότητας: η απόλυτη βεβαιότητα σημαίνει οτι δεν θέτεις υπό αμφισβήτηση τη βεβαιότητά σου ποτέ, άρα αυτή δεν είναι συμπέρασμά σου (θεωρία-σου) αλλά “αξίωμά σου”· ενώ η εξαιρετικά μεγάλη βεβαιότητα σημαίνει οτι ναι μεν αισθάνεσαι οτι μπορείς να “ποντάρεις” ένα μεγάλο ποσό στην ορθότητα αυτού του πράγματος (ίσως να ποντάρεις και ολόκληρη την “αιώνια ζωή-σου” ακόμα, έχοντας εξαιρετικά μεγάλη βεβαιότητα για το οτι πρόκειται για ένα νοητικό κατασκεύασμα), αλλά εφόσον αφήνεις και ένα — οσοδήποτε μικρό — παραθυράκι αβεβαιότητας, η πίστη-σου αυτή δεν είναι αξίωμα αλλά συμπέρασμα, το οποίο ανά πάσα στιγμή επιτρέπεις στον εαυτό-σου να επανεξετάσει, υπό το πρίσμα νέων παρατηρήσεων, νέων γνώσεων.

Σε έχω ακούσει (και διαβάσει) να λες οτι και η δική-σου πίστη είναι εμπειρική, οτι βασίζεσαι σε παρατηρήσεις. Μα τις παρατηρήσεις, καλέ-μου φίλε, δεν τις κάνουμε για να επιβεβαιώσουμε αυτό που ήδη πιστεύουμε με απόλυτη βεβαιότητα. Το οτι μια περιοχή γνώσης είναι “εμπειρική” σημαίνει οτι τα συμπεράσματα βασίζονται στα δεδομένα· οτι δηλαδή τα δεδομένα είναι πρωταρχικά· κ’ επειδή από τα ίδια δεδομένα μπορούμε πάντα να συνάγουμε ένα πλήθος θεωριών σαν συμπεράσματα (άπειρα στον αριθμό — βλ. και 3η Αρχή, στην εισαγωγή-της, για ν’ αντιληφθείς πώς είναι δυνατό αυτό), έπεται οτι οι απόλυτες βεβαιότητες επί των συμπερασμάτων αποκλείονται. Το να είσαι απόλυτα βέβαιος στην πίστη-σου, και ταυτόχρονα να ισχυρίζεσαι οτι η πίστη-σου είναι εμπειρική, σημαίνει είτε οτι δεν κατανοείς το νόημα της έννοιας “εμπειρική γνώση”, είτε οτι θέλεις και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.

Και για να ελαφρύνουμε λίγο τη συζήτηση, ορίστε και ένα σχετικό σκίτσο:

Δικαιολόγηση της 1ης Αρχής

Σημείωση: αν τις Αρχές αυτές τις δούμε σαν το ανάλογο των μαθηματικών αξιωμάτων, τότε ασφαλώς δεν χρειάζονται δικαιολόγηση· στις μαθηματικές θεωρίες (που όλες έχουν σαν βάση-τους τη μαθηματική λογική) είναι ελεύθερος κανείς να ξεκινήσει από όποια αξιώματα θέλει, αρκεί τα συμπεράσματα που συνάγονται απ’ αυτά να μην αντιφάσκουν. Εδώ όμως δεν γίνεται ανάπτυξη μιας μαθηματικής θεωρίας, αλλά ενός συλλογιστικού οικοδομήματος που οφείλει να δίνει την αίσθηση του συμβατού με το αναμενόμενο και την κοινή λογική. Άρα καλό είναι νομίζω η κάθε Αρχή να συνοδεύεται κι από μια δικαιολόγηση.

Η δικαιολόγηση της προτεραιότητας που πρέπει να έχουν τα δεδομένα απέναντι στις θεωρίες είναι μάλλον προφανής: αν οι θεωρίες ήσαν “στη θέση του οδηγού” της σκέψης-μας, και βάζαμε τα δεδομένα σε δεύτερη μοίρα, θα καταλήγαμε συχνά σε σύγκρουση με τον τοίχο της πραγματικότητας. Αυτό είναι που παθαίνει ο “ονειροπόλος” άνθρωπος, αυτός που “πετάει στα σύννεφα” και δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα: δρα σύμφωνα με το πώς “θα έπρεπε” να είναι τα πράγματα, τα οποία όμως δυστυχώς δεν είναι όπως αναμένει η “θεωρία” του ανθρώπου εκείνου. Αυτό επίσης συμβαίνει και με τον πιστό των διαφόρων δογμάτων και διαφόρων πεποιθήσεων εντός του κάθε δόγματος: είτε αρνείται την ύπαρξη της πραγματικότητας (όπως οι Δημιουργιστές του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, που αρνούνται τα δεδομένα της παλαιοντολογίας και βιολογίας), είτε, δεχόμενος τα επιστημονικά δεδομένα, μπαίνει σε μια περίπλοκη προσπάθεια “ερμηνείας” των ιερών-του κειμένων προκειμένου αυτά ν’ ακούγονται συμβατά με τα επιστημονικά δεδομένα. (Για ποιο λόγο οι απλούστερες ερμηνείς είναι προτιμότερες από τις περίπλοκες; Βλέπε “Αρχή 3η: Ελαχιστοποίηση θεωριών”, παρακάτω.)


Αρχή 2η: Αντικειμενικότητα παρατηρήσεων (ταπεινότητα #1)

Σύμφωνα με την Αρχή αυτή, για να αποδεχτώ κάτι σαν παρατήρηση με υψηλό βαθμό βεβαιότητας εμπιστεύομαι τα όργανα μετρήσεων και τα επιστημονικά εργαλεία, και όχι την υποκειμενική-μου άποψη. Δεν εμπιστεύομαι σαν δεδομένο οτιδήποτε έρχεται από το νου-μου και δεν έχει άμεση και προφανή σύνδεση με αντικείμενα εξωτερικά του νου-μου, τα οποία να μπορούν να παρατηρηθούν (και αν είναι δυνατό και να μετρηθούν) μέσω οργάνων και εργαλείων.

Δικαιολόγηση της 2ης Αρχής

Η δικαιολόγηση της Αρχής αυτής δεν είναι καθόλου προφανής. Το γιατί πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός με παρατηρήσεις που δεν επιβεβαιώνονται αντικειμενικά από όργανα μετρήσεων θα το εξηγήσω πρώτα με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Στις αρχές της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας αντάλλαξα έναν αριθμό ηλεκτρονικών μηνυμάτων με ένα νέο από τη Σουηδία που σπούδαζε στις Η.Π.Α. — όπως κ’ εγώ τότε. Ο νέος αυτός, που πρώτος επιδίωξε την επικοινωνία μαζί-μου, μου περιέγραψε μια παράξενη εμπειρία-του. Μου είπε οτι επί σειρά ετών προ της επικοινωνίας-μας, κατά μη τακτά και απρόσμενα χρονικά διαστήματα, αισθανόταν μια “παρουσία” ενός όντος, «σε απόσταση περίπου τεσσάρων ποδών [~1,20 μέτρα] από εμένα», όπως μου δήλωσε. Το ον αυτό το ταυτοποιούσε με «το Θεό των Ιουδαίων». Στην ερώτησή μου, γιατί με το Θεό των Ιουδαίων και όχι των Χριστιανών — αφού άλλωστε, κατά τους Χριστιανούς, πρόκειται για την ίδια οντότητα — ή και των Μουσουλμάνων, ο γνωστός-μου δεν μπορούσε να μου δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση· απλά γνώριζε οτι αυτός ήταν ο Θεός των Ιουδαίων. Η οντότητα δεν του μιλούσε, αλλά είτε συγκατένευε θετικά σε ερωτήματα που έθετε ο νέος νοερά μόνο (χωρίς να μιλάει), είτε τα απέρριπτε, απαντώντας — νοερά πάντα — αρνητικά. Αυτός ο “Θεός των Ιουδαίων” δεν του απαντούσε πάντοτε αλλά μόνο πότε-πότε· δεν ήταν δηλαδή ένα ρομπότ, ή κάτι σαν το Μαντείο των Δελφών, αλλά ένα Ον με αυτόνομη βούληση. Ο νέος μου εξήγησε οτι είχε ανατραφεί μέχρι τότε σαν Χριστιανός, μέσα σε Χριστιανικό περιβάλλον και οικογένεια, αλλά η εμπειρία-του αυτή τον έπεισε οτι η αληθινή θρησκεία είναι η Ιουδαϊκή. Ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό γι’ αυτό το λόγο.

Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τώρα τον εαυτό-μας στη θέση αυτού του ανθρώπου. Πώς θα σκεφτόμασταν; Ίσως κάπως έτσι:

«Αισθάνομαι την παρουσία αυτής της οντότητας, κ’ είμαι πεπεισμένος οτι πρόκειται για το Θεό των Ιουδαίων. Η οντότητα βρίσκεται εκεί πέρα, στον εξωτερικό-μου χώρο. Δεν την αντιλαμβάνομαι με οποιαδήποτε από τις αισθήσεις-μου αλλά γνωρίζω οτι βρίσκεται εκεί, κάπου 1 μέτρο και 20 εκατοστά μακριά-μου. Την αντιλαμβάνομαι νοερά, γιατί επικοινωνεί με τη σκέψη-μου. Φαίνεται λοιπόν σαν η οντότητα αυτή να υπάρχει αντικειμενικά. Στην αντικειμενικότητα προσθέτει και η παρατήρηση οτι ενώ μέχρι τώρα το θρησκευτικό-μου περιβάλλον ήταν το Χριστιανικό, η οντότητα είναι ο Θεός των Ιουδαίων, άρα δεν ισχύει το οτι αντιλαμβάνομαι απλώς αυτό που μου έμαθαν να πιστεύω. Πρόκειται για οντότητα άλλης θρησκείας, που είναι σαν να μου λέει οτι μέχρι τώρα είχα λαθεμένη πίστη, άρα είναι καιρός να πιστέψω τώρα στη σωστή θρησκεία.

Για κάθε άλλον άνθρωπο όμως που δεν είναι πιστός της Ιουδαϊκής θρησκείας, οι παραπάνω σκέψεις δεν μπορεί παρά να είναι λάθος. Κατ’ εμάς τους άλλους, την οντότητα αυτή τη δημιουργεί ο νους του ανθρώπου εκείνου, γιατί πώς αλλιώς να την εξηγήσουμε; Αν πιστέψουμε το νέο αυτόν, τότε πρόκειται όντως για το Θεό των Ιουδαίων, συνεπώς πρέπει κ’ εμείς να πιστέψουμε στην Ιουδαϊκή θρησκεία. Για να αποφύγουμε μια τέτοια ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης-μας και στη ζωή-μας πρέπει να δεχτούμε την εξήγηση του νοητικού κατασκευάσματος. Μήπως η οντότητα είναι κάτι άλλο, π.χ. ο Σατανάς; Μα γιατί ο Σατανάς να οδηγήσει τον άνθρωπο αυτόν προς την Ιουδαϊκή θρησκεία (που στο κάτω-κάτω είναι επίσης εναντίον του Σατανά) και όχι προς μια ακόμη πιο απομακρυσμένη θρησκεία από το Χριστιανισμό, ή και σε σατανιστικές δοξασίες; Και γιατί ο Σατανάς δεν κάνει το ίδιο και με άλλους ανθρώπους, αφού είναι τόσο εύκολο; Καμία απ’ αυτές τις εξηγήσεις δεν έχει την απλότητα (βλέπε και Αρχή 3η, “Ξυράφι του Όκαμ”) της εξήγησης οτι αυτή η οντότητα είναι νοητικό κατασκεύασμα. Η εξήγηση αυτή γίνεται ακόμα πιο πειστική όταν μαθαίνουμε (βλέπε Αρχή 6η: “Απόκτηση εύρους και βάθους γνώσης”) οτι ο εγκέφαλος έχει την ικανότητα να μας κάνει να αποδίδουμε στο εξωτερικό περιβάλλον πράγματα που ο ίδιος κατασκευάζει, και όχι μόνο “οντότητες”, αλλά και οράματα–εικόνες — ρεαλιστικότατες ως προς τη λεπτομέρεια — όπως και ήχους–φωνές. Οι επιστήμες που εξετάζουν τον εγκέφαλο και το νου εξηγούν με ποιους τρόπους “παθαίνουμε” αυτά τα παθήματα. Μαθαίνουμε εκεί οτι αυτά τα “παθήματα” μπορούμε να τα προκαλέσουμε και σκόπιμα στον εαυτό-μας, όπως μετά από φυσική εξάντληση, πείνα, νηστεία, απομόνωση που συνεπάγεται τη φτώχεια εξωτερικών ερεθισμάτων, κ.ά. (Ορίστε οι σημειώσεις ενός μαθήματος που διδάσκω, όπου γίνεται εκτενής αναφορά σε τέτοιες περιπτώσεις, με παραδείγματα και κλινικές παρατηρήσεις.)

Οι ίδιες επιστήμες (ψυχολογία, νοολογία, νευροεπιστήμη), μέσω πειραμάτων, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα οτι πρέπει να απορρίψουμε την ενδοσκόπηση σαν μέθοδο εύρεσης του τί σκεφτόμαστε, πώς αισθανόμαστε, ή “τί είμαστε”. Αμέτρητα πειράματα δείχνουν την ύπαρξη του υποσυνείδητου, το οποίο είναι εν πολλοίς εκτός ελέγχου του συνειδητού, του “εγώ-μας” δηλαδή. Μέσω ενδοσκόπησης έχουμε πρόσβαση μόνο σε όσα το συνειδητό μέρος του εαυτού-μας μας επιτρέπει να αντιληφθούμε. Το συνειδητό όμως είναι απλώς η κορυφή ενός παγόβουνου· κάτω από την κορυφή υπάρχει ο κυρίως όγκος του παγόβουνου, δηλαδή το υποσυνείδητο. Κάποτε ισχύει οτι το συνειδητό οδηγεί το υποσυνείδητο· αυτό όμως είναι σπάνιο· πιο συχνό φαινόμενο είναι το αντίστροφο: το υποσυνείδητο να οδηγεί το συνειδητό. Έτσι, η νοητική ενδοσκόπηση, αποκαλύπτοντάς μας μόνο όσα μπορούμε ν’ αντιληφθούμε συνειδητά, μας κρύβει το υποσυνείδητο — ένα πολύ μεγάλο μέρος του εαυτού-μας. Το αποτέλεσμα είναι μέσω ενδοσκόπησης να διαμορφώνουμε λαθεμένη άποψη για τον εαυτό-μας, παρά τη φαινομενική ορθότητά της. Επαναλαμβάνω, αυτό το συμπέρασμα έχει συναχθεί πειραματικά, και είναι αποτέλεσμα των τελευταίων δεκαετιών του 20ού και των πρώτων του 21ου αιώνα. Σαν πόρισμα συνάγεται το οτι είναι εντελώς λαθεμένη η παλιά “Φροϋδική”–ψυχαναλυτική προσέγγιση, που θέλει τον εξεταζόμενο ξαπλωμένο αναπαυτικά σε έναν καναπέ να ψάχνει μέσω ενδοσκόπησης το “εγώ”-του και να εξιστορεί ότι σκέφτεται στον υπομονετικό ψυχαναλυτή-του. Το πραγματικό “γνώθι σαυτόν” μόνο στα εργαστήρια της ψυχολογίας είναι δυνατό να προσεγγιστεί, χωρίς να ερωτάται ο εξεταζόμενος, αλλά μόνο βάζοντάς τον να δίνει μη-λεκτικές αποκρίσεις σε ερεθίσματα π.χ. μιας οθόνης υπολογιστή, πατώντας πλήκτρα, κλπ.

Παίρνοντας υπόψη τα παραπάνω, πώς να εμπιστευθώ λοιπόν κάτι που εγώ ο ίδιος παρατηρώ, είτε με τα μάτια-μου, είτε με τα αυτιά-μου, είτε με τη νόησή μου, κλπ.; Αυτό που παρατηρώ είναι όντως τμήμα του εξωτερικού κόσμου, ή μήπως γελιέμαι και πρόκειται για κατασκεύασμα του εσωτερικού-μου κόσμου, του νου-μου δηλαδή;

Καταρχήν, ποτέ δεν μπορώ να εμπιστευθώ 100% κάτι που παρατηρώ. Μπορώ όμως να θέσω κάποια κριτήρια ώστε να μεγαλώσει η εμπιστοσύνη-μου στο οτι αυτό που παρατηρώ προέρχεται απ’ έξω, κι όχι από μέσα. Το καλύτερο κριτήριο απ’ όλα είναι να μπορεί η παρατήρηση να γίνει με όργανα, με εργαλεία, γιατί τα όργανα — εν γένει — “δεν λένε ψέματα”, επειδή δεν μπορούν να φτιάξουν νοητικά κατασκευάσματα, δεν μπορούν να επηρεαστούν από έναν υποσυνείδητο νου, δεν πάσχουν από κάποια προκατάληψη. Φυσικά, ακόμα και τότε η πληροφορία από τα όργανα θα πρέπει να φτάσει σ’ εμένα μέσω των αισθήσεών μου, άρα πάλι υπάρχει περιθώριο να με ξεγελάσει ο νους-μου. Γιαυτό, δεύτερο κριτήριο είναι τα όργανα αυτά να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν κι άλλοι, οι οποίοι να παρατηρήσουν το ίδιο αποτέλεσμα. Καλύτερα ακόμα είναι η παρατήρηση να μπορεί να επαναληφθεί, να γίνεται όποτε θέλουμε εμείς ή όποιοι άλλοι την επιχειρούν, να μην είναι δηλαδή “μια κ’ έξω”. Καλύτερα επίσης — και μάλιστα οπωσδήποτε πρέπει να είναι έτσι — όποιοι άλλοι χρησιμοποιούν τα εργαλεία ή όργανα για να κάνουν την παρατήρηση να μην είναι ήδη προκατειλημένοι με κάποια ιδέα ή θεωρία, πράγμα που απαγορεύει η 1η Αρχή. Θα πρέπει οι άνθρωποι αυτοί να βάζουν τα δεδομένα μπροστά από τις θεωρίες-τους, αλλιώς — με καταστρατήγηση της θεμελιώδους 1ης Αρχής — δεν έχει νόημα να την ονομάσουμε αυτήν “παρατήρηση”.

Περί ταπεινότητας

Η 2η Αρχή εισάγει μια έννοια που είναι κάπως ξένη για το νου του θρήσκου ανθρώπου: την έννοια της ταπεινότητας. Φυσικά, ο θρήσκος νους, και ιδιαίτερα ο πιστός της Χριστιανικής θρησκείας, είναι πολύ εξοικειωμένος με τη λέξη “ταπεινότητα”, μόνο που τη χρησιμοποιεί με διαφορετικό περιεχόμενο. Για τον πιστό, η ταπεινότητα είναι μια έννοια που συνδέεται υποχρεωτικά με άλλους νους, όπως εκείνον του Θεού ή άλλων ανθρώπων. Η έννοια της ταπεινότητας στις παρούσες Αρχές επεκτείνεται και προς τη φύση. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση μια έμμεση “θεοποίηση” της φύσης. Σημαίνει απλώς την αναγνώριση περιορισμών και ελαττωμάτων του ανθρώπινου νου, και τη διαπίστωση οτι κάποια φυσικά αντικείμενα και όργανα μέτρησης, όπως ένα θερμόμετρο, ένα μικροσκόπιο, ένα τηλεσκόπιο, κλπ, είναι “σοφότερα” (σ’ αυτό που κάνουν) από τον σοφότερο άνθρωπο με την πιο κάτασπρη γενειάδα και τα πιο χαρακτηριστικά-της-σοφίας-του άμφια. Ταπεινότητα, στο παρόν κείμενο, θα πει να μπορούμε να αναγνωρίσουμε οτι όλοι οι άνθρωποι μπορούμε κάλλιστα να κάνουμε λάθη· οτι δεν υπάρχουν αλάνθαστοι· οτι κ’ εκείνοι που πιστεύουν οτι είναι “θεόπνευστοι” μπορεί απλά να λαθεύουν· όπως επίσης να λαθεύουν και οι άλλοι που πιστεύουν εκείνους που ισχυρίζονται οτι είναι θεόπνευστοι. Γιατί όταν, τεκμηριωμένα και μετά από εργαστηριακούς ελέγχους, γνωρίζουμε οτι ο νους του ανθρώπου είναι σε θέση να δημιουργήσει ήχους και εικόνες που αυταπατώμενος αποδίδει στον εξωτερικό κόσμο, είναι αλαζονικό να πιστεύουμε οτι, παρά τη γνώση αυτή, είμαστε πεπεισμένοι οτι έχουμε έναν κατευθείαν δίαυλο επικοινωνίας με το υπερπέραν. Μπορεί και να υπάρχει τέτοιος δίαυλος — τίποτα δεν απορρίπτεται εκ των προτέρων — αλλά η ακλόνητη πεποίθηση οτι πρόκειται όντως περί διαύλου επικοινωνίας με “τα θεία” και όχι περί νοητικής αυταπάτης προδίδει έλλειψη ταπεινότητας, με την έννοια που αποδίδεται στη λέξη αυτή στο παρόν.

Η έννοια της “ταπεινότητας”  (τόσο προς τη φύση όσο και προς τους άλλους ανθρώπους) θα συζητηθεί επίσης στην 4η Αρχή, όπως και σε μια συνέπεια της 5ης Αρχής.

Πιθανός αντίλογος

Μπορεί κανείς να με κατηγορήσει οτι τάχα ζητώ αντικειμενικότητα από άλλους ενώ εγώ ο ίδιος δεν είμαι αντικειμενικός γιατί είμαι ήδη προκατειλημένος με τις δικές-μου αντιλήψεις (ήτοι τις παρούσες Αρχές). Η κατηγορία όμως αυτή νομίζω πως είναι άδικη. Το να είναι κανείς υποκειμενικός σημαίνει να μη βασίζεται στον εξωτερικό κόσμο (στις παρατηρήσεις, στα δεδομένα), αλλά σε ιδέες (είτε προσωπικές, είτε άλλων). Οι παρούσες Αρχές σκιαγραφούν το πώς και σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς να βασίζεται σε παρατηρήσεις και δεδομένα, ήτοι στον εξωτερικό, μη υποκειμενικό κόσμο. Αν μπορεί να μου υποδειχθεί ορθότερος τρόπος (π.χ. διαφορετικές ή βελτιωμένες Αρχές) για το πώς να κρίνουμε με αντικειμενικότητα, είμαι πρόθυμος να τον ακούσω και να τον εξετάσω.


Αρχή 3η: Ελαχιστοποίηση θεωριών (“Ξυράφι του Όκαμ”)

Η Αρχή αυτή λέει οτι όταν έχω στη διάθεσή μου περισσότερες από μια θεωρίες που εξηγούν τα ίδια δεδομένα, τότε από τις θεωρίες αυτές επιλέγω την πιο “οικονομική”, την πιο λιτή και σύντομη, αυτήν που χρειάζεται τις λιγότερες αυθαίρετες υποθέσεις. Ας δούμε πρώτα μέσω μερικών διαγραμμάτων τί σημαίνει η Αρχή αυτή.

Έστω οτι τα δεδομένα-μας είναι σαν τις κουκκίδες στον παρακάτω “χώρο δύο διαστάσεων”:

Αν θέλει ο αναγνώστης να έχει μια συγκεκριμένη εικόνα για το τί σημαίνουν τα δεδομένα αυτά, μπορεί να υποθέσει οτι η κάθε κουκκίδα αντιστοιχεί στη μέτρηση μιας θερμοκρασίας, και οτι οι μετρήσεις έγιναν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στη διάρκεια μιας ημέρας. Π.χ. η πρώτη κουκκίδα (αριθμός 1 στον οριζόντιο άξονα) είναι η πρώτη μέτρηση της θερμοκρασίας που έδειξε 2 βαθμούς Κελσίου (αριθμός 2 στον κατακόρυφο άξονα)· στη δεύτερη κουκκίδα (#2 στον οριζόντιο άξονα) το θερμόμετρο έδειξε 9 βαθμούς Κελσίου (αριθμός 9 στον κατακόρυφο άξονα)· κ.ο.κ. Πάντως δεν είναι απαραίτητη αυτή η συγκεκριμένη εικόνα με τις θερμοκρασίες· μπορούμε να το δούμε εντελώς αφηρημένα το θέμα.

Θέλουμε τώρα μια ή περισσότερες θεωρίες που να εξηγούν αυτά τα δεδομένα. Θα μπορούσε κανείς να εξετάσει τις ακόλουθες δύο:

 

“Θεωρία”, στα παραπάνω διαγράμματα, είναι η κόκκινη καμπύλη. Η κάθε μια θεωρία-καμπύλη “εξηγεί” τα δεδομένα-κουκκίδες γιατί περνάει από τις κουκκίδες. Επιπλέον, η κάθε θεωρία κάνει κάποιες υποθέσεις για το πώς διαμορφώθηκε η θερμοκρασία (αν περί αυτού πρόκειται) μεταξύ των διαδοχικών-μας μετρήσεων· και βλέπουμε οτι οι υποθέσεις αυτές είναι διαφορετικές. Π.χ. η θεωρία στ’ αριστερά υποθέτει μια ομαλή αύξηση της θερμοκρασίας μεταξύ των μετρήσεων #1 και #2, ενώ η θεωρία στα δεξιά υποθέτει μια πιο πολύπλοκη μεταβολή στο ίδιο χρονικό διάστημα, όπου η θερμοκρασία αρχικά ανέβηκε μέχρι τους περίπου 5 βαθμούς, μετά κατέβηκε λίγο, και μετά ξανα-ανέβηκε.

Η 3η Αρχή λέει οτι από τις παραπάνω δύο θεωρίες πρέπει να προτιμήσω την πιο σύντομη, την πιο λιτή, άρα αυτή στ’ αριστερά. Το οτι η θεωρία στ’ αριστερά είναι πιο σύντομη δεν είναι απλώς μια υποκειμενική άποψη, αλλά κάτι που συνάγεται με αυστηρά μαθηματικό τρόπο. Συγκεκριμένα, από όλες τις μαθηματικές καμπύλες (ή “συναρτήσεις” όπως λέγονται) που περνούν από τις κουκκίδες, εκείνη στ’ αριστερά έχει την πιο σύντομη περιγραφή: είναι ένα πολυώνυμο 2ου βαθμού, για όποιον έχει το μαθηματικό υπόβαθρο, και συγκεκριμένα το: y = 18 – (x – 5)2, ενώ η καμπύλη–συνάρτηση στα δεξιά είναι ένα πολυώνυμο 16ου βαθμού, που ο μαθηματικός-του τύπος φτάνει σε μήκος σχεδόν μια γραμμή αυτής της σελίδας. Το μήκος του μαθηματικού τύπου είναι ένα “μέτρο” της πολυπλοκότητας αυτών των δύο καμπυλών–θεωριών–συναρτήσεων.

Η Αρχή αυτή λέγεται “Ξυράφι του Όκαμ” (από τον Άγγλο φιλόσοφο του 14ου αιώνα William of Ockham, ή Occam) γιατί είναι σαν να παίρνει κανείς ένα ξυράφι και να “κόβει” τις περιττές υποθέσεις, όπου “περιττές” σημαίνει είτε εκείνες που δεν στηρίζονται σε δεδομένα, είτε εκείνες που είναι πιο πολλές απ’ όσες χρειάζονται. Παραδείγματος χάρη, στη θεωρία στα δεξιά, περιττή υπόθεση είναι το ανεβοκατέβασμα που κάνει η καμπύλη μεταξύ των μετρήσεων #1 και #2 (όπως και κάθε άλλο ανεβοκατέβασμα μεταξύ όλων των άλλων μετρήσεων). Αυτά τα ανεβοκατεβάσματα δεν υποστηρίζονται από δεδομένα, δηλ. δεν υπάρχουν κουκκίδες εκεί που να δείχνουν οτι όντως έτσι μεταβλήθηκε η θερμοκρασία, άρα είναι υποθέσεις (όχι δεδομένα)· και σύμφωνα με το Ξυράφι του Όκαμ είναι περιττές, άρα “κόβονται”, γιατί υπάρχει η πιο “λιτή” θεωρία στ’ αριστερά, που δεν έχει αυτές τις περιττές υποθέσεις. Βέβαια, και η θεωρία στ’ αριστερά έχει υποθέσεις, αλλά είναι πιο λίγες από εκείνες της άλλης, της πιο πολύπλοκης θεωρίας.

Ας δούμε τώρα μερικά πιο συγκεκριμένα (λιγότερο αφηρημένα) παραδείγματα, αρχίζοντας από κάποια “εντελώς προφανή” (ώστε να αντιληφθούμε οτι όλοι-μας, λίγο–πολύ, εφαρμόζουμε το Ξυράφι του Όκαμ), και συνεχίζοντας σταδιακά με όλο και λιγότερο προφανή παραδείγματα.

Η θεωρία του κροκόδειλου κάτω απ’ το κρεβάτι. Ας αναλογιστούμε πώς μπορεί να σκεφτεί ένα παιδάκι του Δημοτικού, που όντας ξαπλωμένο στο κρεβάτι-του για να κοιμηθεί, με σβηστό το φως, ακούει κάποιους ανεξήγητους για το νου-του ήχους, από καιρού σε καιρό. Το παιδάκι δημιουργεί με τη σκέψη-του τη “θεωρία” (παρόλο που βέβαια δεν σκέφτεται με τέτοιους όρους) οτι οι ήχοι αυτοί οφείλονται σε έναν κροκόδειλο που κείται κάτω από το κρεβάτι-του. Τρομαγμένο το παιδάκι ανοίγει το φως, κοιτάζει δειλά-δειλά κάτω απ’ το κρεβάτι, και βλέπει οτι δεν υπάρχει κροκόδειλος. Μόλις σβήνει όμως το φως, μετά από λίγο, ξανακούει έναν από τους μυστηριώδεις ήχους. Το παιδί λοιπόν τροποποιεί τη θεωρία-του ώστε να συμφωνεί με τα δεδομένα: κάνει τώρα την υπόθεση οτι ο κροκόδειλος εξαφανίζεται αμέσως μόλις το παιδί σκύβει για να τον δει κάτω απ’ το κρεβάτι. Όσο δεν τον εξετάζει, ο κροκόδειλος είναι εκεί· αλλά μόλις προσπαθήσει να τον εξετάσει, ο κροκόδειλος αντιλαμβάνεται την πρόθεση του παιδιού και εξαφανίζεται.

Η θεωρία του κροκόδειλου είναι πολύπλοκη, γιατί κάνει ένα σωρό υποθέσεις, που ο νους του μικρού παιδιού αδυνατεί ν’ αντιληφθεί. Οι υποθέσεις αυτές έχουν τη μορφή απαντήσεων που πρέπει να δοθούν σε ερωτήματα που δημιουργεί η θεωρία του κροκόδειλου. Λόγου χάρη, πώς βρέθηκε ο κροκόδειλος κάτω από το κρεβάτι; Πρέπει να κάνουμε μια αυθαίρετη υπόθεση εδώ, απαντώντας οτι, π.χ., μπήκε από το μπαλκόνι κατά τη διάρκεια της ημέρας (και πώς βρέθηκε στο μπαλκόνι; κλπ.)· ή οτι τον έφερε ένας κακός άνθρωπος (και πώς δεν αντιλήφθηκε τον κακό άνθρωπο κανένας από την οικογένεια; και πού τον βρήκε τον κροκόδειλο ο κακός άνθρωπος; και με ποιο μέσο μετέφερε ολόκληρο κροκόδειλο εκεί; κλπ.). Άλλο ερώτημα: πώς γίνεται και εξαφανίζεται ο κροκόδειλος όταν το παιδί κάνει τον έλεγχο; Πρώτα-πρώτα μήπως καταρρίπτει τους νόμους της φυσικής εξαφανιζόμενος, αφού κανένα αντικείμενο δεν “εξαφανίζεται” έτσι απλά σύμφωνα με τους γνωστούς φυσικούς νόμους; Έπειτα, διαβάζει άραγε τη σκέψη του παιδιού, γιαυτό είναι πιο γρήγορος από το παιδί; Εδώ έχουμε μια επίδειξη άγνωστης ικανότητας: το “διάβασμα της σκέψης” από τον κροκόδειλο. Πώς μπορεί ένα ερπετό να διαβάζει την ανθρώπινη σκέψη;

Όλα αυτά (όπως και πολλά άλλα) είναι ερωτήματα που δεν δημιουργεί καν ο νους του μικρού παιδιού, γιατί δεν έχει την απαιτούμενη γνώση. Π.χ. για ν’ αναρωτηθούμε πώς γίνεται να καταρρίπτει τους φυσικούς νόμους ένας κροκόδειλος, πρέπει να έχουμε αρκετή πείρα και αρκετή επιστημονική γνώση, ώστε να έχουμε μάθει οτι υπάρχουν αυτοί που ονομάζουμε “νόμοι της φυσικής επιστήμης”, οι οποίοι δεν καταρρίπτονται στα καλά καθούμενα — και μάλιστα από κροκόδειλους — ούτε έχει παρατηρήσει ποτέ κανείς επιστήμονας κάποια κατάρριψή τους στο εργαστήριο. Σαν ενήλικοι λοιπόν θεωρούμε οτι είναι κουτό να υποθέτουμε κάτι τέτοιο. Το παιδί δέχεται τη “μαγεία” και τα “μαγικά κόλπα” (όπως την εξαφάνιση αντικειμένων) γιατί δεν έχει ακόμα αρκετή εμπειρία από τη ζωή ώστε να γνωρίζει οτι ακόμα και οι ταχυδακτυλουργοί δεν καταρρίπτουν τους νόμους της φύσης, απλά ξεγελούν το κοινό. Είναι θέμα γνώσης λοιπόν (βλ. Αρχή 6η: “Απόκτηση εύρους και βάθους γνώσης”). Ο ενήλικος, με περισσότερη γνώση, αντιλαμβάνεται πολλά από τα ερωτήματα αυτά και τις αυθαίρετες απαντήσεις-τους (δηλαδή τις αυθαίρετες υποθέσεις), απορρίπτει τη θεωρία του κροκόδειλου μέσω του Ξυραφιού του Όκαμ (παρόλο που συχνά δεν γνωρίζει την ορολογία αυτή), και αναζητεί μια πιο λιτή θεωρία για να εξηγήσει τους θορύβους: π.χ. θυμάται οτι είχε βγει λίγος αέρας από το βραδάκι, οπότε ίσως κάποια αντικείμενα έξω από το σπίτι κουνιούνται και, χτυπώντας ή μεταξύ-τους ή επί του σπιτιού, προξενούν αυτούς τους υπόκωφους θορύβους. Η θεωρία αυτή δημιουργεί πολύ λιγότερα ερωτήματα από εκείνην του κροκόδειλου· ερωτήματα που δεν απαιτούν απίστευτες απαντήσεις–υποθέσεις, όπως την κατάρριψη των φυσικών νόμων.

Η θεωρία των αγγέλων που ωθούν τους πλανήτες. Τα χρόνια του Μεσαίωνα, όταν δεν είχαν ακόμα διατυπωθεί οι νόμοι του Κέπλερ για την κίνηση των ουρανίων σωμάτων, ούτε επίσης η θεωρία της βαρύτητας από τον Νεύτωνα, κάποιοι θεολόγοι — που τότε μεταξύ αυτών ήσαν οι διανοητές οι κατεξοχήν επιφορτισμένοι με την εξήγηση των φυσικών φαινομένων, ονομαζόμενοι και “φυσικοί φιλόσοφοι” — έκαναν την υπόθεση οτι οι πλανήτες κινούνται στις τροχιές-τους επειδή σ’ αυτές τους σπρώχνουν άγγελοι. (Λέγοντας βέβαια “τροχιές” εννοούσαν τις καμπύλες όπως αυτές φαίνονται να διαγράφονται στον ουράνιο θόλο παρατηρούμενες από τη Γη· είχαν το “γεωκεντρικό μοντέλο” στο μυαλό-τους: μιας ακίνητης Γης με τα ουράνια σώματα να περιφέρονται γύρω-της.) Το ενδιαφέρον όμως είναι οτι και αργότερα, μετά τη διατύπωση των νόμων του Κέπλερ και της βαρυτικής θεωρίας του Νεύτωνα, κάποιοι “φυσικοί φιλόσοφοι” εξακολούθησαν για κάποιο διάστημα να υποστηρίζουν την άποψη περί αγγέλων, αδυνατώντας να καταλάβουν οτι με τις νέες θεωρίες η υπόθεση περί αγγέλων είχε καταστεί περιττή και “κοβόταν” από το Ξυράφι του Όκαμ.

Σημαντικό τώρα είναι να κατανοήσουμε οτι η 3η Αρχή δεν λέει οτι η πιο λιτή θεωρία είναι “η σωστή”, κι οτι κάθε πιο πολύπλοκη θεωρία είναι “λάθος”. Λέει απλώς οτι προκειμένου να οικοδομήσουμε ένα σύστημα πίστεων, ένας καλός οδηγός (και όχι κάτι περισσότερο) είναι να επιλέγουμε την πιο λιτή θεωρία ανάμεσα σε όλες εκείνες που εξηγούν τα ίδια δεδομένα. (Το γιατί θα το δούμε στη δικαιολόγηση της παρούσας, 3ης Αρχής.)

Έτσι, μπορεί πράγματι — όσο “άνευ λόγου και αιτίας” να μας φαίνεται σήμερα μια τέτοια υπόθεση — οι πλανήτες να σπρώχνονται στις τροχιές-τους από αγγέλους. Όσο κι αν οι άγγελοι θυμίζουν λίγο τον κροκόδειλο κάτω απ’ το κρεβάτι (βλέπε παραπάνω), γιατί δημιουργούν πάμπολλα ερωτήματα και συνακόλουθες αυθαίρετες απαντήσεις–υποθέσεις, εντούτοις η “αγγελική θεωρία” δεν επιτρέπεται να απορριφθεί με απόλυτη βεβαιότητα. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν αντίθετο με την επόμενη, 4η Αρχή, που είναι ακριβώς η αποφυγή της απόλυτης βεβαιότητας. Απλώς αυτό που συμβαίνει είναι οτι η πιθανότητα οι τροχιές των πλανητών να είναι αυτές που είναι λόγω της φυσικής θεωρίας είναι πολύ μεγαλύτερη από την πιθανότητα να οφείλονται σε σπρώξιμο αγγέλων. Αυτό λέει η 3η Αρχή. Όσο για τη δικαιολόγηση της ίδιας της 3ης Αρχής, ακολουθεί μετά από μερικά ακόμη παραδείγματα.

Η θεωρία του Θεού ως δημιουργού των άστρων. Πηγαίνουμε τώρα σε θεωρίες που είναι όλο και λιγότερο γνωστές στην κοινή γνώση, γιατί η επιστημονική γνώση στην οποία στηρίζονται είναι αρκετά πρόσφατη. Μια τέτοια περίπτωση είναι το ερώτημα του πώς δημιουργούνται τα άστρα, το οποίο μέχρι και λιγότερο από έναν αιώνα πριν ήταν “πώς δημιουργήθηκαν τα άστρα”, καθώς δεν είχε γίνει κατανοητό οτι άστρα δημιουργούνται διαρκώς, εδώ και πολλά δισεκατομμύρια χρόνια, και θα δημιουργούνται στο μέλλον.

Η “παραδοσιακή” θεωρία είναι οτι ο Θεός δημιούργησε τα άστρα. Όποιος προτείνει τη θεωρία αυτή, όταν μαθαίνει οτι άστρα δημιουργούνται ακόμη και τώρα σε πάμπολλα σημεία του γαλαξία-μας και του υπόλοιπου διαστήματος, τροποποιεί τη θεωρία ώστε να παίρνει υπόψη-της και το νέο δεδομένο, λέγοντας οτι η δημιουργία των άστρων είναι μια εξακολουθητική διαδικασία — πιθανώς βρίσκοντας και ερμηνείες ιερών κειμένων που μοιάζουν να είναι υποστηρικτικές της ιδέας αυτής.

Ουσιαστικά και η θεωρία αυτή δεν διαφέρει και πολύ από τη θεωρία των αγγέλων που σπρώχνουν τους πλανήτες στις τροχιές-τους (βλ. παραπάνω). Η μόνη — αλλά ενδιαφέρουσα — διαφορά είναι οτι η γνώση της εντελώς φυσικής διαδικασίας μέσω της οποίας δημιουργούνται τα άστρα δεν έχει προλάβει ακόμη να γίνει κτήμα της ανθρωπότητας, οπότε η υπόθεση του Θεού ως δημιουργού των άστρων εξακολουθεί να ακούγεται πειστική σε όσους έχουν άγνοια σύγχρονης αστρονομίας. Είναι σαν να βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της εποχής αμέσως μετά τον Κέπλερ και το Νεύτωνα, οπότε η θεωρία περί αγγέλων εξακολουθεί να φαίνεται πειστική σε όσους δεν πρόλαβαν να ενημερωθούν περί βαρύτητας.

Η θεωρία του Θεού ως αυτού που “σπρώχνει” τη βιολογική εξέλιξη προς επιθυμητές κατευθύνσεις. Η θεωρία της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής των έμβιων όντων είναι μια θεωρία που γίνεται αποδεκτή πρακτικά ομόφωνα από τους κατεξοχήν ειδικούς επιστήμονες, δηλαδή τους βιολόγους. Το γεγονός αυτό όμως δεν είναι ευρέως γνωστό εκτός της επιστημονικής κοινότητας, και ιδίως μεταξύ κύκλων θρήσκων ανθρώπων, όπου κυκλοφορεί ευρύτατα η εσφαλμένη άποψη οτι οι επιστήμονες τάχα αμφισβητούν τη θεωρία αυτή. Ανεξάρτητα από αυτό όμως, υπάρχουν και αρκετοί μη-επιστήμονες, και μάλιστα θρήσκοι, που αποδέχονται μεν τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά με μία... υποσημείωση: λένε λοιπόν οτι ναι μεν η θεωρία της εξέλιξης είναι σωστή και ισχύει έτσι όπως την περιγράφουν οι επιστήμονες, αλλά σε κάποιες κρίσιμες χρονικές στιγμές ο Θεός έρχεται και “βάζει το χέρι-Του” (μεταφορικά μιλώντας), “σπρώχνοντας” την εξέλιξη προς τα όπου Εκείνος επιθυμεί. Αυτό θα μπορούσε π.χ. να το κάνει επεμβαίνοντας σε κάποιες μεταλλάξεις στο DNA των γεννητικών κυττάρων. Έτσι, — σύμφωνα πάντα με τη θεωρία αυτή — αν δεν γίνονταν επεμβάσεις, θα συνέβαινε μεν εξέλιξη, αλλά αυτή θα ήταν “τυχαία”· ενώ τώρα, χάρη στις θεϊκές επεμβάσεις, η εξέλιξη έφτασε να δημιουργήσει εμάς, την “κορωνίδα της Δημιουργίας” (βλ. και τη σχετική “συνέπεια της 5ης Αρχής”), πράγμα που αλλιώς δεν θα συνέβαινε.

Για μια ακόμη φορά έχουμε να κάνουμε με μια θεωρία που δεν διαφέρει πρακτικά από τις προηγούμενες δύο: άγγελοι που σπρώχνουν πλανήτες στις τροχιές-τους, Θεός που “σπρώχνει” προς τη δημιουργία των άστρων. Η γνώση όμως που απαιτείται ώστε να γίνει κατανοητή σε κάποιο βάθος (άρα και πειστική) η θεωρία της εξέλιξης είναι πολύ μεγάλη, και για το λόγο αυτόν η θεωρία που θέλει το Θεό να “σπρώχνει” την εξέλιξη ακούγεται πειστική ακόμα και σε ανθρώπους που έχουν επιστημονική κατάρτιση αλλά όχι πλήρη κατάρτιση στη βιολογία. Πάντως όσοι γνωρίζουν τη θεωρία της εξέλιξης σε ικανοποιητικό βαθμό αντιλαμβάνονται οτι το Ξυράφι του Όκαμ κόβει το “ανακάτεμα” του Θεού με την εξέλιξη.

Τα παραπάνω παραδείγματα διαρρυθμίστηκαν έτσι ώστε να γίνει κατανοητό οτι όσο περισσότερη γνώση απαιτείται τόσο πιο δύσκολο είναι να αντιληφθούμε το ποια θεωρία είναι πιο “λιτή” έτσι ώστε να προτιμηθεί μεταξύ άλλων, πιο πολύπλοκων. Υπάρχουν όμως και άλλα παραδείγματα, που δείχνουν την προτίμηση του σκεπτόμενου ανθρώπου, εν γένει, προς τη λιτότητα της εξήγησης. Ιδού μερικά.

Η προτίμηση σε ενοποιητικές θεωρίες της φύσης. Από την αρχαιότητα, και συγκεκριμένα από την ελληνική αρχαιότητα, έγινε προσπάθεια να εξηγηθεί η πολυπλοκότητα του κόσμου που μας περιβάλλει μέσω όσο το δυνατόν λιγότερων στοιχειωδών εννοιών και αντικειμένων. Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι πρότειναν ο καθένας οτι ο κόσμος αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία:

Φιλόσοφος   Θεμελιώδες στοιχείο ή στοιχεία
Θαλής   νερό
Αναξίμανδρος   “άπειρο”
Αναξιμένης   αέρας
Πυθαγόρας   αριθμοί
Ηράκλειτος   φωτιά
Εμπεδοκλής   νερό, αέρας, φωτιά, γη
Δημόκριτος   άτομα
Αριστοτέλης   νερό, αέρας, φωτιά, γη, αιθέρας

Η προτίμηση σε ενοποιητικές θεωρίες εξήγησης της πολυπλοκότητας της φύσης συνεχίστηκε και αργότερα, κατά την Αναγέννηση με την ανάπτυξη της επιστήμης, με τη διαφορά οτι τότε πλέον δεν επρόκειτο για “θεωρίες” ως νοητικά κατασκευάσματα, αλλά για επιστημονικές θεωρίες που προέκυψαν από κατευθείαν παρατηρήσεις του φυσικού κόσμου. Έτσι, βρέθηκε οτι όλα τα υλικά σώματα, οσοδήποτε πολύπλοκα, αποτελούνται από μερικές δεκάδες είδη ατόμων: από το υδρογόνο που είναι το 1ο και απλούστερο, έως το ουράνιο που είναι το 92ο και πιο πολύπλοκο. Παρόμοια, στη βιολογία βρέθηκε οτι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί αποτελούνται από μια δομική μονάδα: το κύτταρο. Στη φυσική βρέθηκε οτι φαινόμενα που μοιάζουν εντελώς διαφορετικά, όπως ο ηλεκτρισμός και ο μαγνητισμός, είναι οι δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος: του ηλεκτρομαγνητισμού. Λίγο αργότερα, στην κβαντική φυσική, βρέθηκε οτι τα άτομα με τη σειρά-τους αποτελούνται από έναν αριθμό υποατομικών σωματιδίων: τα ηλεκτρόνια, πρωτόνια, κλπ.

Έτσι διαπιστώθηκε οτι η φύση εξηγείται με πιο ικανοποιητικό τρόπο όταν ακολουθείται η 3η Αρχή. Άρα το Ξυράφι του Όκαμ δεν είναι απλώς μια ανθρώπινη διανοητική επινόηση, ή μια ιδεοληψία με την οποία είναι “κολλημένοι” κάποιοι διανοητές ή επιστήμονες, αλλά κάτι το αντικειμενικό, κάτι που φαίνεται να προέρχεται από τη φύση. (Περισσότερα πάνω σ’ αυτό, στη “Δικαιολόγηση της 3ης Αρχής”, λίγο παρακάτω.)

Η μαθηματική έφεση στη λιτότητα. Από την αρχαιότητα, οι μαθηματικοί δείχνουν μια σαφή προτίμηση προς τη λιτότητα των μαθηματικών-τους αποτελεσμάτων. Η προτίμηση αυτή εμφανίζεται σε δύο μορφές:

Πρώτο, μεταξύ όλων των δυνατών αποδείξεων ενός θεωρήματος, προτιμάται η απόδειξη που είναι η πιο σύντομη. Οι μαθηματικοί αισθάνονται μια ιδιαίτερη ικανοποίηση — σχεδόν αγαλλίαση! — όταν ανακαλύπτουν μια απόδειξη σημαντικά πιο σύντομη από άλλες γνωστές. Χρησιμοποιούν την έννοια της “κομψότητας” αναφερόμενοι σε τέτοιες αποδείξεις.

Και δεύτερο, κατά τη διατύπωση αξιωματικών συστημάτων, έντονα επιθυμητή είναι η ελαχιστοποίηση του αριθμού των αξιωμάτων. Μια τέτοια προσπάθεια ελαχιστοποίησης των αξιωμάτων του Ευκλείδη (τα “αιτήματα”, όπως τα είπε εκείνος) από 5 σε 4 (που τελικά αποδείχτηκε αδύνατη) οδήγησε στην ανάπτυξη μη Ευκλείδειων γεωμετριών κατά τον 19ο αιώνα, που με τη σειρά-τους έδωσαν το μαθηματικό υπόβαθρο στη θεωρία της σχετικότητας, τον 20ό αιώνα. Πρακτικές συσκευές που χρησιμοποιούμε σήμερα, όπως το GPS (που χρησιμοποιεί για τη λειτουργία-του τη θεωρία της σχετικότητας), δεν θα ήσαν δυνατές χωρίς αυτή την αλληλουχία γεγονότων.

Δεν είναι όμως το Ξυράφι του Όκαμ μια Αρχή που ακολουθείται από όλους. Αυτό συμβαίνει γιατί η δικαιολόγησή του δεν είναι προφανής. Προχωρούμε λοιπόν στη δικαιολόγηση της 3ης Αρχής — μια δικαιολόγηση που έχει προταθεί ανεπίσημα μόνο (όχι σε δημοσιευμένα άρθρα) προς το παρόν (Δεκέμβριος 2013), από το συγγραφέα του παρόντος.

Δικαιολόγηση της 3ης Αρχής

Το Ξυράφι του Όκαμ, παρόλο που φαίνεται να έχει αυστηρά φιλοσοφικό περιεχόμενο, είναι στην πραγματικότητα — κατά την άποψη του συγγραφέα — μια βαθύτατη αρχή, ένας “νόμος” της νόησης, και μάλιστα όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και όσων έμβιων όντων διαθέτουν τα απαραίτητα νοητικά (αντιληπτικά) εφόδια για να τον εφαρμόσουν. Δεν εφαρμόζουμε το Ξυράφι του Όκαμ μόνο σε μερικές αφηρημένες φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρίες, κατά την άποψη αυτή, αλλά το εφαρμόζουμε κάθε ώρα και στιγμή που ζούμε, αρκεί να έχουμε ανοιχτά τα μάτια-μας και να βλέπουμε οτιδήποτε· και όχι μόνο εμείς, αλλά και οι πίθηκοι, οι σκύλοι, οι γάτες, και άλλα ζώα με στοιχειώδη νοημοσύνη. Το γιατί συμβαίνει αυτό εξηγείται αμέσως.

Ας θεωρήσουμε το παρακάτω απλούστατο σχήμα:

Πώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αυτό που βλέπουμε παραπάνω; Έστω οτι δεν έχουμε ιδέα περί αλφαβήτων (π.χ. είμαστε στην προ αλφαβήτων εποχή, ή σε περιοχές του κόσμου όπου το ελληνικό αλφάβητο και τα παράγωγά του δεν είχαν διαδοθεί ακόμα), οπότε δεν μπορούμε να πούμε οτι αυτό είναι «το γράμμα χι», ή «το λατινικό X». Επίσης δεν έχουμε ιδέα περί μαθηματικών συμβόλων, άρα ούτε το «σύμβολο του πολλαπλασιασμού» είναι δεκτό σαν απάντηση. Και πάλι όμως υπάρχει τρόπος να περιγράψουμε αυτό που βλέπουμε. Μπορούμε π.χ. να πούμε οτι είναι δυο ισομεγέθη ξυλάκια, πλαγιασμένα προς την αντίθετη πλευρά το ένα από το άλλο, και βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο, έτσι ώστε να συμπίπτουν στο μέσον-τους. Με άλλα λόγια, βλέπουμε το σχήμα αυτό έτσι:

Θα μπορούσαμε μάλιστα να κάνουμε και ένα πείραμα στο εργαστήριο για να διαπιστώσουμε οτι όντως έτσι “βλέπουν” το σχήμα αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν τους ζητηθεί να το περιγράψουν χωρίς να κάνουν χρήση αλφαβητικών ή μαθηματικών συμβόλων.

Αλλά ο παραπάνω τρόπος περιγραφής ενός Χ δεν είναι ο μοναδικός· υπάρχουν πάμπολλοι άλλοι τρόποι. Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει τρεις άλλους τρόπους:

Γιατί όμως σχεδόν ποτέ δεν βλέπουμε ένα Χ σαν αποτελούμενο από τα παραπάνω μέρη;

Ο λόγος είναι οτι εφαρμόζουμε ένα είδος “Ξυραφιού του Όκαμ”, αλλά σε άμεση (δηλ. ταχύτατη), υποσυνείδητη, και “οπτική” μορφή. Αυτό που κάνουμε είναι οτι ελαχιστοποιούμε την περιγραφή της δομής του Χ (ή οποιουδήποτε σχήματος), επιλέγοντας την πιο λιτή δομή απ’ όλες τις δυνατές. Για να δούμε το γιατί το  X = \ + /  είναι η πιο λιτή περιγραφή, ας την αποτυπώσουμε με λόγια:

Το X αποτελείται από δύο ευθύγραμμα τμήματα ίσου μήκους, όπου το πρώτο έχει κλίση 45°, το δεύτερο –45° (ή 135°) (δηλ. / + \), και τα μέσα-τους συμπίπτουν (δηλ. X).

Κάθε άλλη περιγραφή είναι σαφώς μεγαλύτερη. Ας δούμε την πρώτη από τις παραπάνω “αφύσικες” περιγραφές, την X = V + Λ:

Το X αποτελείται από δύο τμήματα, το πρώτο από τα οποία είναι φτιαγμένο από δύο ισομήκη ευθύγραμμα τμήματα με κλίση –45° και 45° (δηλ. \ + /), που ενώνονται στο κατώτερό τους σημείο (δηλ. V)· ας ονομάσουμε το σημείο αυτό “μύτη”· το δεύτερο τμήμα είναι συμμετρικό με το πρώτο ως προς έναν οριζόντιο άξονα (δηλ. Λ), και τα δύο τμήματα είναι ενωμένα στις μύτες-τους (δηλ. X).

Αυτή η περιγραφή είναι σαφώς μεγαλύτερη από την πρώτη, και δεν φαίνεται να μπορεί να διατυπωθεί σημαντικά πιο σύντομα. Το ίδιο θα διαπιστώσουμε και για οποιαδήποτε άλλη περιγραφή, όπως αλλιώς και να “δούμε” το δοσμένο σχήμα X.

Απ’ όλες τις δυνατές περιγραφές λοιπόν, επιλέγουμε την πιο λιτή, τη συντομότερη. Αυτό το κάνουμε αυθόρμητα (υποσυνείδητα), χωρίς να μας έχει διδάξει κανένας πώς να το κάνουμε, ή γιατί να το κάνουμε. Απλά, έτσι δουλεύει η όρασή μας. Αν δεν δούλευε έτσι, θα είχαμε μια πολύπλοκη, εξαιρετικά μπερδεμένη εικόνα για το πώς δομούνται τα διάφορα αντικείμενα στον κόσμο.

Φυσικά, η ικανότητα ελαχιστοποίησης της δομής αντικειμένων δεν περιορίζεται σε τεχνητά αντικείμενα όπως ένα X. Μπορεί π.χ. να πρόκειται για την ακόλουθη εικόνα:

Χωρίς το Ξυράφι του Όκαμ (αλλά στην “οπτική”, όχι στη φιλοσοφική-του έκδοση) θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε διάφορες “θεωρίες” για το τί δείχνει η παραπάνω εικόνα, που ελάχιστη σχέση θα είχαν με την πραγματικότητα. Π.χ. μια τέτοια θεωρία θα μπορούσε να είναι οτι βλέπουμε δύο γατόπαρδους: το κεφάλι και τα μπροστινά άκρα του ενός, και τα ισχύα, πίσω άκρα, και ουρά ενός δεύτερου, ενώ στο μέσον-τους (μεταξύ των δύο δέντρων) είναι απλωμένη μόνο η γούνα ενός τρίτου γατόπαρδου, σαν ένα είδος πετσέτας, τοποθετημένη ώστε να “ταιριάζει” στη σειρά με τα δύο ζωντανά ζώα. Μπορεί επίσης αυτό που μοιάζει με τοίχο μεταξύ των δύο δέντρων να είναι κι αυτό κάτι σαν ταπετσαρία, ώστε να κρύβει τους δύο ζωντανούς γατόπαρδους. Ή μπορεί ολόκληρο το τμήμα με τους δύο κορμούς δέντρων και τον ενδιάμεσό τους χώρο να είναι απλώς ένα ζωγραφισμένο χαρτόνι, που κρύβει έτσι τους δύο πραγματικούς γατόπαρδους. Πλήθος τέτοιων θεωριών μπορούν να διατυπωθούν, που περιορίζονται μόνο από τη φαντασία όποιου τις σκαρφίζεται. Όλες όμως εισάγουν υποθέσεις που είναι περισσότερες από την απλούστερη ερμηνεία της φωτογραφίας, οτι δηλαδή υπάρχει ένας και μοναδικός γατόπαρδος που το σώμα-του καλύπτεται μερικώς από δύο κορμούς δέντρων. Επίσης όλες έχουν το μεγάλο πρόβλημα οτι δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, η οποία μπορεί να είναι αμείλικτη σε καταστάσεις όπως η σωστή ερμηνεία μιας εικόνας που περιλαμβάνει όντα επικίνδυνα γι’ αυτόν που τα βλέπει, ή όντα χρήσιμα για τη συντήρησή του. Η πραγματικότητα επομένως, μέσω φυσικής επιλογής, δημιούργησε όντα που αντιλαμβάνονται οπτικά τον κόσμο με τον πιο λιτό και απέριττο, τρόπο, που είναι σχεδόν πάντα αυτός που δίνει τη “σωστή ερμηνεία” (“σωστή” με την έννοια οτι αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης). Στην περίπτωση της ανθρώπινης νοημοσύνης, περάσαμε από το επίπεδο των απλών οπτικών σημάτων σ’ αυτό των αφηρημένων και γενικευμένων εννοιών, όπως μια επιστημονική θεωρία, ή μια φιλοσοφική ερμηνεία κάποιων καταστάσεων. Καθώς οι πρόγονοί μας από τη φύση-τους ήσαν φτιαγμένοι έτσι ώστε να εφαρμόζουν το Ξυράφι του Όκαμ στο επίπεδο της εικόνας, το ίδιο συνέχισαν να κάνουν και όταν πέρασαν σταδιακά στο επίπεδο της αφηρημένης έννοιας. Ακόμα κ’ η παρούσα ενότητα δικαιολόγησης της 3ης Αρχής, που δίνει μια ενοποιητική εξήγηση σε φαινόμενα που μοιάζουν τόσο διαφορετικά, όπως η ερμηνεία εικόνας και οι φιλοσοφικές ή επιστημονικές θεωρίες, δεν αποτελεί παρά μια επιπλέον εφαρμογή του Ξυραφιού του Όκαμ.

Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, το Ξυράφι του Όκαμ δεν είναι μια Αρχή που την ασπάζονται όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, ή έστω σχεδόν όλοι. Χάρη στην παραπάνω δικαιολόγηση της Αρχής αυτής όμως, μοιάζει μάλλον ασυνεπές να εφαρμόζει κανείς την Αρχή αυτή ουσιαστικά ανά πάσα στιγμή όταν η πληροφορία είναι οπτικής φύσης και συγκεκριμένη, αλλά όχι όταν είναι διανοητικής φύσης και αφηρημένη.

Τέλος, βλέπουμε εδώ για πρώτη φορά μια “εφαρμογή” της Αρχής 0: εκείνης της αρχής που απλώς ανακοινώθηκε στην αρχή του παρόντος αλλά δεν εξετάστηκε διεξοδικά ακόμα. Θα μπορούσαμε να πούμε οτι η 3η Αρχή στηρίζεται στην Αρχή 0· άρα οτι δεν είναι μια ανεξάρτητη αρχή, αλλά μια από τις συνέπειες της Αρχής 0. Επειδή όμως το παρόν δεν είναι ένα μαθηματικό κείμενο, και θέλω να γίνει κατανοητό και από αναγνώστες που δεν έχουν το αναγκαίο υπόβαθρο στη μαθηματική λογική, προτίμησα να θέσω την παρούσα “Ελαχιστοποίση Θεωριών” (ή “Ξυράφι του Όκαμ”) σαν ανεξάρτητη Αρχή. Το ίδιο θα κάνω και στη συζήτηση περί 5ης Αρχής.

Συνέπεια 3.1: Παρέκταση θεωριών ως βάση προβλέψεων

Ας θεωρήσουμε πάλι το παράδειγμα που δόθηκε στην αρχή της 3ης Αρχής, και ας υποθέσουμε οτι τα δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής είναι μόνο 8 αριθμοί:

Ο ένατος αριθμός δεν έχει εμφανιστεί ακόμη. Θα θέλαμε να γνωρίζουμε αν ο επόμενος (ένατος) αριθμός πρόκειται να είναι εκεί που βρίσκεται η κουκκίδα που αναβοσβήνει. Με άλλα λόγια, θέλουμε να προβλέψουμε το μέλλον. Μπορεί αυτή η γνώση να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Μπορεί, π.χ., αντί για θερμοκρασίες (όπως προτάθηκε στο αρχικό παράδειγμα), οι 8 μαύρες κουκκίδες που είναι ενωμένες με την κόκκινη καμπύλη να αποτελούν τις διαδοχικές θέσεις ενός βλήματος, και η κόκκινη καμπύλη να είναι η πορεία του βλήματος όπως την έχουμε συμπεράνει μέχρι τώρα, παρατηρώντας τις οκτώ μαύρες κουκίδες. Στη θέση όπου αναβοσβήνει η μαύρη κουκκίδα μπορεί να βρίσκεται αποθηκευμένη μια πυρηνική βόμβα, που αν εκραγεί θα αφανίσει μια ολόκληρη πόλη. Έστω ακόμη οτι δεν γνωρίζουμε στα σίγουρα οτι οι 8 μαύρες κουκκίδες είναι ένα βλήμα (γιατί αν το γνωρίζαμε αυτό, τότε οι νόμοι της φυσικής — και συγκεκριμένα ο νόμος της βαρύτητας — προβλέπουν με ακρίβεια το αν θα χτυπηθεί η αποθήκη με τα πυρηνικά)· το μόνο που γνωρίζουμε, φωτογραφίζοντας διαδοχικά στιγμιότυπα κατά τακτά χρονικά διαστήματα, είναι οτι κάτι αλλάζει θέση στο χώρο, όπως δείχνει η κόκκινη καμπύλη. Για το καλό εκατομμυρίων ανθρώπων, πρέπει να προβλέψουμε το πού θα βρίσκεται η ένατη κουκκίδα κατά τη χρονική στιγμή “9”!

Αν δεν είχαμε στη διάθεσή μας το Ξυράφι του Όκαμ (3η Αρχή), δεν θα είχαμε καμιά ελπίδα να κάνουμε την οποιαδήποτε πρόβλεψη. Η κάθε επόμενη κουκκίδα (οπουδήποτε και να βρισκόταν) θα ήταν εξίσου πιθανή. Χάρη στο Ξυράφι του Όκαμ όμως μπορούμε να υποθέσουμε οτι η συνέχεια της κόκκινης καμπύλης θα περάσει ακριβώς από εκεί όπου αναβοσβήνει η ένατη κουκκίδα, δηλαδή όπου βρίσκεται η πυρηνική αποθήκη. Συνεπώς (για το καλό της ανθρωπότητας! ) πρέπει να εξουδετερώσουμε το αγνώστου ταυτότητας κινούμενο αντικείμενο πριν να είναι πολύ αργά. Αυτό συμβαίνει γιατί μέσω της 3ης Αρχής πρέπει να υποθέσουμε την απλούστερη δυνατή θεωρία που ερμηνεύει τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δηλαδή τις 8 κουκκίδες· και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από την παραβολική κόκκινη καμπύλη, που προβλέπει την ένατη κουκκίδα στο σημείο όπου αυτή φαίνεται να αναβοσβήνει.

Η πρόβλεψη αυτή λέγεται “παρέκταση” (αγγλ.: extrapolation), γιατί “παρεκτείνουμε” τα υπάρχοντα δεδομένα για να προβλέψουμε το μέλλον. Αντίστοιχα, μπορούμε να κάνουμε και “παρεμβολή” (αγγλ.: interpolation) προκειμένου να συμπεράνουμε πώς ήταν το παρελθόν, υπολογίζοντας οποιοδήποτε εσωτερικό σημείο της κόκκινης καμπύλης. Συνήθως όμως αγωνιούμε για το μέλλον.

Η πρόβλεψη μέσω παρέκτασης μπορεί να είναι εξαιρετικά τετριμμένη και καθόλου δραματική όπως στο παράδειγμα με την αποθήκη πυρηνικών, παραπάνω. Μπορεί να είναι η απλοϊκή σκέψη: «Κάθε φορά που λείπει ο καλύτερός μας παίκτης από την ομάδα, χάνουμε. Άρα και σήμερα που λείπει, πάλι θα χάσουμε.» Αυτή η σκέψη θα μπορούσε να παρασταθεί από μια ευθεία οριζόντια γραμμή, όπου κάθε κουκκίδα είναι στο ίδιο ύψος με κάθε άλλη, και αντιπροσωπεύει την απλή παρατήρηση: «Σήμερα ο καλύτερός μας παίκτης έλειπε, και χάσαμε.» Οι περισσότερες προβλέψεις του μέλλοντος μέσω παρέκτασης είναι αυτής της απλής μορφής: έχουμε σταθερά δεδομένα, και η πρόβλεψη είναι οτι «Πάλι θα συμβεί το ίδιο πράγμα.» Πιο πολύπλοκες όμως παρεκτάσεις κάνουν οι επιστήμονες όταν π.χ. προβλέπουν την επόμενη έκλειψη Ηλίου ή Σελήνης, την αναμενόμενη έλευση ενός κύματος καύσωνα, και χίλια δυο άλλα.

 


Αρχή 4η: Αποφυγή απόλυτης βεβαιότητας (ταπεινότητα #2)

Εδώ φτάσαμε στο σημείο να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τί εννοούμε όταν λέμε “δεδομένο” και τί “θεωρία”, και να καταλάβουμε οτι δεν μπορεί να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δύο. Θα δούμε επίσης οτι σε κάθε δεδομένο ή θεωρία εκχωρούμε ένα “βαθμό βεβαιότητας”. Το οτι προκειμένου για θεωρίες δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι έχει ήδη συζητηθεί έμμεσα και έπεται λογικά από τις Αρχές 1 έως 3. Εδώ όμως θα δούμε οτι το ίδιο ισχύει και για τα δεδομένα, που αποτελούν κι αυτά ένα είδος θεωριών.

Δεδομένα, θεωρίες, και βεβαιότητες

Υπάρχουν δύο είδη δεδομένων: τα δεδομένα μέτρησης, και τα δεδομένα ύπαρξης. Δεδομένα μέτρησης προκύπτουν όποτε είναι δυνατό να μετρήσουμε μια ποσότητα και να της εκχωρήσουμε μια τιμή. Π.χ., μετράμε διάφορα μήκη και γωνίες πάνω στην επιφάνεια της Γης (όπως έκανε ο Ερατοσθένης στην αρχαιότητα) και από αυτά υπολογίζουμε τον όγκο της Γης, που είναι μια ποσότητα που εκφράζεται σε μονάδες (π.χ. κυβικά χιλιόμετρα). Δεδομένα ύπαρξης προκύπτουν όποτε κάνουμε παρατηρήσεις από τις οποίες προκύπτει σαν συμπέρασμα οτι “υπάρχει το Χ”, όπου το Χ είναι συνήθως αντικείμενο, ή μπορεί επίσης να είναι μια σχέση μεταξύ αντικειμένων, ή ιδιότητα αντικειμένων, ή ακόμη και ιδιότητα σχέσης. Π.χ., χρησιμοποιούμε ένα τηλεσκόπιο και βλέπουμε οτι υπάρχουν δορυφόροι γύρω από τον πλανήτη Δία (όπως έκανε ο Γαλιλαίος στην αυγή της Αναγέννησης). Οι δορυφόροι είναι αντικείμενα. Με την ίδια παρατήρηση θα δούμε οτι οι δορυφόροι αυτοί περιφέρονται γύρω από το Δία. Η έλξη Δία και δορυφόρου που έχει σαν αποτέλεσμα την περιφορά είναι σχέση μεταξύ αντικειμένων. Βλέπουμε επίσης οτι ο κάθε δορυφόρος έχει μια ορισμένη λαμπρότητα, που είναι ιδιότητα αντικειμένου. Τέλος, με επαναληπτικές μετρήσεις βρίσκουμε οτι η περιφορά διαρκεί ορισμένες ημέρες, που είναι ιδιότητα της σχέσης. Οι ιδιότητες είναι όλες μετρήσιμα δεδομένα, ενώ τα αντικείμενα και οι σχέσεις είναι αποκλειστικά δεδομένα ύπαρξης. Οι έννοιες αυτές έχουν και τα γλωσσικά ανάλογά τους:

Έννοια–Δεδομένο Γλωσσικό ανάλογο Παράδειγμα Είδος δεδομένου
αντικείμενο ουσιαστικό δορυφόρος ύπαρξης
ιδιότητα αντικειμένου επίθετο λαμπρός μέτρησης
σχέση ρήμα περιφέρεται ύπαρξης
ιδιότητα σχέσης επίρρημα αργά μέτρησης

Για να δούμε οτι κάθε δεδομένο συνοδεύεται από ένα “βαθμό βεβαιότητας” (και όχι από απόλυτη βεβαιότητα), θα ξεκινήσουμε με τα δεδομένα μέτρησης.

Έστω οτι μας ζητούν να βρούμε τη θερμοκρασία του νερού σε έναν κουβά γεμάτο με νερό. Πολύ απλά λοιπόν, εισάγουμε ένα κοινό θερμόμετρο στο νερό, και δεδομένου οτι αυτό δεν είναι τόσο καυτό που να ξεπερνά τη μέγιστη ένδειξη του θερμομέτρου, απλά διαβάζουμε την ένδειξη. Έστω οτι λέει: 25 βαθμοί. Είναι αυτό ένα δεδομένο; Έχουμε δηλαδή τώρα σαν δεδομένο οτι το νερό έχει θερμοκρασία 25°C;

Καταρχήν, μπορεί το θερμόμετρό μας να είναι ελαττωματικό. Αυτό όμως μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε: εξετάζουμε το όργανο πριν από το πείραμα, συγκρίνοντάς το με άλλα παρόμοια. Κάνουμε λοιπόν το πείραμα μόνο εφόσον βεβαιωθούμε οτι το θερμόμετρό μας δεν είναι εμφανώς ελαττωματικό αλλά συμπεριφέρεται σαν όλα τ’ άλλα.

Και πάλι όμως υπάρχει πρόβλημα, γιατί δεν είναι δυνατόν όλα τα θερμόμετρα να είναι πανομοιότυπα και να δίνουν ακριβώς τις ίδιες μετρήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί λόγω μικροσφαλμάτων και μικροδιαφορών στην κατασκευή-τους (που ίσως και να χρειαζόμαστε μεγεθυντικό φακό για να τις δούμε) θα παρουσιάζουν μερικές μικρές αποκλίσεις. Οπότε γιατί να εμπιστευτούμε το θερμόμετρο που διαλέξαμε ανάμεσα από τα πολλά παρόμοια, και όχι κάποιο άλλο; Επίσης, η θερμοκρασία είναι ελαφρά διαφορετική σε διαφορετικά σημεία του νερού, γιατί ο κουβάς θερμαίνεται ή ψυχραίνει ανομοιόμορφα σε κάθε πλευρά-του, παρουσιάζοντας μικρο-ρεύματα μέσα στο υγρό, που μεταφέρουν αυτές τις διαφορές θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανομοιομορφία σε μικροσκοπικό επίπεδο.

Κι αυτά τα προβλήματα όμως λύνονται εύκολα: ας μη βάλουμε ένα, αλλά 100 θερμόμετρα μέσα στο νερό του κουβά. Συλλέγουμε τις θερμοκρασίες που δείχνουν (25,1°C, 24,8°C, 25,2°C, ... κλπ), δηλαδή λαμβάνουμε ένα στατιστικό δείγμα, και παίρνουμε έτσι όχι μία απλή τιμή, αλλά ένα στατιστικό μέσο όρο. Π.χ. ο μέσος όρος των θερμοκρασιών του δείγματος μπορεί να είναι 25,073°C. Μάλιστα, μέσω πολύ απλών μεθόδων στατιστικής, μπορούμε να πούμε οτι βάσει του δείγματος η θερμοκρασία του νερού είναι μεταξύ 24,7°C και 25,3°C με βεβαιότητα 95%. Αν θέλουμε να μεγαλώσουμε τη βεβαιότητα, θα μεγαλώσει αντίστοιχα και το εύρος των δυνατών τιμών. (Π.χ., με βεβαιότητα 99% ο μέσος όρος των θεμοκρασιών ίσως να βρίσκεται μεταξύ 24,6°C και 25,4°C, τιμές που πάλι μας δίνουν οι ίδιοι απλοί τύποι της στατιστικής.)

Έτσι, το δεδομένο που προκύπτει από μετρήσεις δεν πρέπει να είναι ένας “σκέτος” αριθμός, αλλά μια στατιστική περιγραφή, συνοδευόμενη από κάποιο βαθμό βεβαιότητας. Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, ο βαθμός βεβαιότητας μιας μέτρησης δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτος, δηλαδή 100%.

Ας προχωρήσουμε τώρα σε “δεδομένα ύπαρξης”, που θα μας απασχολήσουν λίγο περισσότερο. Ένα απλούστατο παράδειγμα είναι το εξής: είναι δεδομένο το οτι ο Παρθενώνας υπάρχει;


Παρθενώνας

Εφόσον ζούμε στην πόλη της Αθήνας, είναι πολύ απλό να εξακριβώσουμε με τα μάτια-μας την αλήθεια αυτού του δεδομένου, καθώς αρκεί μια σύντομη βόλτα στην πόλη. (Ο Παρθενώνας φαίνεται από πάμπολλα σημεία των Αθηνών γιατί έτσι είναι κατασκευασμένη η πόλη.) Αν δεν ζούμε στην Αθήνα, αρκεί ένα ταξίδι στην Αθήνα για να διαπιστώσουμε την ύπαρξη του αρχαίου μνημείου με τα μάτια-μας και να δεχτούμε σαν δεδομένο οτι “ο Παρθενώνας υπάρχει”· άρα οτι τα βιβλία που τον απεικονίζουν (οι ιστοσελίδες, οι εικόνες της τηλεόρασης, κλπ) δεν συνομωτούν ώστε να μας παρουσιάσουν σαν αληθινό κάτι το ανύπαρκτο. Το πόσους κόπους, θυσίες, και έξοδα θα υποστούμε εξαρτάται από το πού βρισκόμαστε στον πλανήτη και πόσο πολύ επιθυμούμε να επιβεβαιώσουμε το δεδομένο. Αν ζούμε στην Αυστραλία θα πρέπει να υποστούμε μεγάλες θυσίες (οικονομικές, κλπ). Πάντως σε κάθε περίπτωση είμαστε καταρχήν σε θέση να αποφασίσουμε για το δεδομένο αυτό με τα ίδια-μας τα μάτια.

Αξίζει να σημειώσουμε οτι όταν έχουμε ένα αντικείμενο μπροστά στα μάτια-μας και αναρωτιόμαστε για το αν υάρχει, η βεβαιότητα με την οποία απαντάμε “ναι” και πάλι δεν μπορεί να είναι ακριβώς 100%. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα του νέου που αισθανόταν την ύπαρξη του “Θεού των Ιουδαίων” σε επόσταση περίπου 1 μέτρου και 20 εκατοστών από τον ίδιο. Βέβαια ο Παρθενώνας δεν είναι καν υπερφυσικό αντικείμενο, αλλά εντελώς φυσικό. Και πάλι όμως, υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που βλέπουν εντελώς φυσικά αντικείμενα γύρω-τους (βλ. σημειώσεις μαθήματος Ν4 του Δ.Ε.Π., και συγκεκριμένα το “σύνδρομο Σαρλ Μπονέ”), και οι άνθρωποι αυτοί είναι απόλυτα φυσιολογικοί. Θα μπορούσαμε να είμαστε ένας απ’ αυτούς. Γνωρίζουμε βέβαια οτι οι πιθανότητες είναι μάλλον συντριπτικά υπέρ του οτι δεν είμαστε, αλλά ποτέ δεν μπορεί να είναι κανείς απόλυτα σίγουρος. Οπότε η βεβαιότητα δεν πρέπει να είναι ακριβώς 100% ούτε και για αντικείμενα που βρίσκονται “μπροστά στη μύτη-μας”.

Ας κάνουμε τώρα λίγο πιο δύσκολη την ερώτηση ύπαρξης δεδομένου: ο πλανήτης Ποσειδώνας υπάρχει;


Ποσειδώνας

Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα δεν αρκεί μια βόλτα στην πόλη, ούτε ένα ταξίδι με αυτοκίνητο ή αεροπλάνο. Πρέπει να εφοδιαστούμε (1) με τεχνολογία (τηλεσκόπιο ή δυνατά κυάλια) και (2) με τεχνογνωσία, ώστε να ξέρουμε σε ποιο σημείο του ουρανού και ποια ώρα της νύχτας να ψάξουμε. Κι αυτό όμως το ερώτημα δεν είναι πέρα από τις δυνατότητες του μέσου ανθρώπου που θέλει να δει με τα μάτια-του τον Ποσειδώνα: ούτε το τηλεσκόπιο ή τα ισχυρά κυάλια κοστίζουν πολύ, ούτε η πληροφορία είναι δύσκολο να βρεθεί (π.χ. μέσω διαδικτύου). Ισχύουν λοιπόν κ’ εδώ περίπου τα όσα είπαμε για το παράδειγμα του Παρθενώνα.

Από τη στιγμή όμως που τίθεται θέμα τεχνολογίας προκειμένου να διαπιστώσουμε την ύπαρξη αντικειμένου, γίνεται αντιληπτό οτι το ερώτημα μπορεί να είναι τέτοιο που να ξεπερνάει την ικανότητα του μέσου ανθρώπου να το διαπιστώσει με τα δικά-του μάτια, ακόμα κι αν αυτός είναι διατεθειμένος να υποστεί θυσίες και να μπει σε έξοδα. Π.χ.: ο δορυφόρος Σαώ του Ποσειδώνα, υπάρχει;


Αναπαράσταση της Σαούς (όχι πραγματική εικόνα)

Ελάχιστοι μόνο άνθρωποι στον κόσμο μπορούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα αυτό χρησιμοποιώντας τα ίδια-τους τα μάτια, γιατί η Σαώ του Ποσειδώνα είναι ένας μικροσκοπικός δορυφόρος ενός ήδη πολύ μακρινού πλανήτη. Χρειάστηκε επίσκεψη του Voyager-2 στην περιοχή του Ποσειδώνα το 1989 για να ανακαλυφθούν έξι δορυφόροι-του (όχι ακόμη η Σαώ) πέρα από τους μέχρι τότε δύο γνωστούς, ενώ ο συγκεκριμένος δορυφόρος ανακαλύφθηκε το 2002 από μια ομάδα Αμερικανών αστρονόμων. Ο “κοινός θνητός” έχει ελάχιστες ελπίδες να δει ποτέ με τα μάτια-του τη μικροσκοπική Σαώ.

Εδώ επομένως μπαίνουμε σε μια περιοχή “δεδομένων” (θα μπορούσαν να είναι και μέτρησης, όχι μόνο ύπαρξης) για τα οποία η βεβαιότητά μας εξαρτάται από το πόσο εμπιστευόμαστε όχι τα δικά-μας μάτια αλλά άλλων· άρα και από την αντικειμενικότητα αυτών των άλλων. Ο βαθμός βεβαιότητας για την ύπαρξη της Σαούς θα πρέπει να είναι μικρότερος εκείνου που έχουμε για την ύπαρξη του Παρθενώνα ή του Ποσειδώνα.

Υποατομικά σωματίδια: Κανείς δεν πρόκειται να δει ποτέ απευθείας ένα ηλεκτρόνιο, κουόρκ, γλουόνιο, νετρίνο, ή κάποιο άλλο από τα σωματίδια που αποτελούν την ύλη. Ο λόγος είναι οτι όταν βλέπουμε ένα αντικείμενο το βλέπουμε επειδή ένα ή περισσότερα φωτόνια εκπέμπονται από το αντικείμενο αυτό και συλλαμβάνονται από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού (όπου ενεργοποιούν ορισμένα φωτο-ευαίσθητα κύτταρα, τα “κωνία” και τα “ραβδία”). Όταν όμως το αντικείμενο που θέλουμε να δούμε είναι τόσο μικρό όσο ένα υποατομικό σωματίδιο, τότε το φωτόνιο είναι πολύ “χονδροειδές” σαν εργαλείο προκειμένου να δούμε το σωματίδιο. Όταν ένα ηλεκτρόνιο εκπέμπει ένα φωτόνιο, το ηλεκτρόνιο αλλάζει τις ιδιότητές του (π.χ. την ορμή-του, τη θέση-του στο χώρο), οπότε το φωτόνιο που συλλαμβάνει το μάτι-μας δεν μας δίνει ορθή πληροφορία για την τωρινή κατάσταση του ηλεκτρονίου.

Σχηματικά μοντέλα ατόμου (αριστερά) και πρωτονίου (δεξιά).
(Μόνο σχηματικά μπορούν να παρασταθούν, με διαγράμματα που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.)

Με άλλα λόγια, η όραση (παρατήρηση μέσω φωτονίων) επηρεάζει το παρατηρούμενο αντικείμενο (το υποατομικό σωματίδιο). Για να μπορέσουμε να δούμε πραγματικά κάτι, πρέπει αυτό το κάτι να έχει αρκετά μεγάλη μάζα ώστε να μην επηρεάζεται σημαντικά από τα φωτόνια. Εφόσον λοιπόν βλέπουμε μόνο μέσω φωτονίων, δεν έχουμε καμιά ελπίδα να δούμε ποτέ ένα υποατομικό σωματίδιο· του οποίου επομένως η ύπαρξη μπορεί να συναχθεί μόνο έμμεσα: πρώτο επειδή εξηγεί ικανοποιητικά ένα πλήθος άλλων δεδομένων (αποτέλεσμα των οποίων είναι οτι λειτουργούν σωστά οι τηλεοράσεις, οι υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα, τα GPS, και οποιοδήποτε άλλο προϊόν υψηλής τεχνολογίας), και δεύτερο επειδή προκύπτει σαν λύση εξισώσεων της κβαντικής φυσικής. Και τα επόμενα δύο παραδείγματα της γκρίζας ζώνης μεταξύ δεδομένων και θεωριών έχουν το χαρακτηριστικό αυτό: προκύπτουν σαν λύσεις εξισώσεων.

Μαύρες τρύπες: Κανείς δεν έχει δει απευθείας μια μαύρη τρύπα στο διάστημα, γιατί, όντας μαύρη, θα μπορούσε να γίνει ορατή μόνο αν το υπόβαθρο ήταν κάποιο φωτεινό νεφέλωμα, ή και μια έκταση διάσπαρτη με άστρα, αντί για το (επίσης μαύρο) υπόβαθρο του διαστήματος.

Προσομοίωση εικόνας μαύρης τρύπας μέσω προγράμματος υπολογιστή

Επιπλέον όμως η μαύρη τρύπα έχει από τη φύση-της εξαιρετικά μικρές διαστάσεις στο χώρο· π.χ. έχει διάμετρο μόλις μερικών χιλιομέτρων. Έτσι, δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα απευθείας μια μαύρη τρύπα. Ασφαλώς υπάρχουν άλλες παρατηρήσεις που συνηγορούν στην ύπαρξη μαύρης τρύπας, όπως ισχυρή εκπομπή ακτίνων Χ (λόγω της γειτονικής ύλης που “καταπίνεται” από τη μαύρη τρύπα, και που ακτινοβολεί ακτίνες Χ όταν πλησιάζει στον λεγόμενο “ορίζοντα γεγονότων” της τρύπας), ή περιφορά αστέρα γύρω από αόρατο αλλά με μεγάλη μάζα αντικείμενο — την υποτιθέμενη μαύρη τρύπα. Αυτά όμως είναι τα καθαυτό δεδομένα, που εξηγούνται καλύτερα από τη θεωρία οτι εκεί υπάρχει μια μαύρη τρύπα. Πρέπει να πούμε επίσης οτι οι μαύρες τρύπες δεν είναι αυθαίρετες επινοήσεις ευφάνταστων επιστημόνων, αλλά προκύπτουν σαν λύσεις εξισώσεων της θεωρίας της γενικής σχετικότητας.

Βαρυτόνια: Τα βαρυτόνια, ή γκραβιτόνια (αγγλ.: gravitons) είναι οι υποτιθέμενοι φορείς της βαρύτητας. Υποτίθεται δηλαδή οτι δύο σώματα έλκονται βαρυτικά μεταξύ-τους επειδή ανταλλάσουν βαρυτόνια. Κι αυτά προκύπτουν σαν λύσεις κβαντομηχανικών εξισώσεων αλλά η ύπαρξή τους δεν έχει ανιχνευθεί ποτέ. Κι αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς για να έχουμε ελπίδες να ανιχνεύσουμε ένα βαρυτόνιο θα έπρεπε να έχουμε μια ανιχνευτική συσκευή του μεγέθους του πλανήτη Δία (του μεγαλύτερου πλανήτη του ηλιακού-μας συστήματος), να την τοποθετήσουμε σε στενή τροχιά γύρω από έναν αστέρα νετρονίων (ένα σχετικά σπάνιο είδος αστέρα που έχει εξαιρετικά μεγάλη πυκνότητα ύλης), και πάλι θα ελπίζαμε να ανιχνεύσει η τερατώδης αυτή συσκευή μόνο ένα βαρυτόνιο κάθε δέκα χρόνια, αν το ανίχνευε (πηγή). Επειδή ένα τέτοιο σενάριο επιστημονικής φαντασίας είναι τεχνικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί, θα πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη των βαρυτονίων μόνο επειδή προκύπτουν σαν λύσεις εξισώσεων. Εδώ μάλιστα μπορούμε να πούμε επιπλέον οτι δεν έχουμε ακόμη ούτε καν τα έμμεσα δεδομένα που θα εξηγούνταν μέσω των βαρυτονίων (αν και γίνονται προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση). Άρα το “βαρυτόνιο” μοιάζει προς το παρόν περισσότερο με θεωρία παρά με δεδομένο.

Κίνηση τεκτονικών πλακών: Προχωρώντας όλο και περισσότερο προς την περιοχή αυτού που συνήθως ονομάζεται “θεωρία”, ας δούμε κάτι το οποίο είναι “ύπαρξη σχέσης”. Τα προηγούμενα παραδείγματα των υποατομικών σωματιδίων, μαύρων τρυπών, και βαρυτονίων, είναι αντικείμενα των οποίων η ύπαρξη προτείνεται για να εξηγηθεί ένα πλήθος άλλων δεδομένων. Θα μπορούσαμε να τα πούμε και “θεωρητικά αντικείμενα”. Εδώ τώρα θα δούμε μια “θεωρητική σχέση”. Πρόκειται για την κίνηση των τεκτονικών πλακών της Γης, που είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία σεισμών και ορέων προς τη μεριά προς την οποία κινείται η τεκτονική πλάκα και συναντά τη γειτονική-της· και τη δημιουργία τόσο σεισμών όσο και ηφαιστείων από την αντίθετη πλευρά απ’ όπου η πλάκα αποσύρεται, αφήνοντας έτσι να διαρραγεί ο φλοιός της Γης και να ρεύσει στην επιφάνεια λιωμένο μάγμα μέσω έκρηξης (ηφαίστειο). Κάποτε (αρχές και μέσα 20ού αιώνα) η θεωρία αυτή ήταν αμφισβητούμενη, γιατί τα δεδομένα από παρατηρήσεις δεν ήσαν αρκετά. Σιγά-σιγά όμως τα δεδομένα συσσωρεύτηκαν, και για τη “θεωρία της κίνησης των τεκτονικών πλακών” σήμερα έχουμε πολύ μεγαλύτερο βαθμό βεβαιότητας από εκείνον που έχουμε για ένα αντικείμενο όπως το βαρυτόνιο. Ο παρακάτω χάρτης δείχνει με μια μαύρη κουκκίδα κάθε σημείο της Γης όπου έγινε σεισμός από ένα ορισμένο μέγεθος και πάνω, για κάποιο χρονικό διάστημα:

Βλέπουμε οτι και μόνο η απεικόνιση των επικέντρων των σεισμών μας δείχνει τόσο τα όρια των τεκτονικών πλακών, όσο και τις περιοχές ορογένεσης και ηφαιστειακής δραστηριότητας. Οι κουκκίδες (δηλαδή τα σεισμικά επίκεντρα), τα όρη, και τα ηφαίστεια, είναι τα “καθαυτό” δεδομένα, ήτοι αυτά των οποίων κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν αμφισβητεί την ύπαρξη. Η θεωρία της κίνησης των τεκτονικών πλακών εξηγεί όλα αυτά τα δεδομένα, και κάνει κάποιες άλλες παραδοχές που δεν παρατηρούνται άμεσα, όπως οτι οι τεκτονικές πλάκες κινούνται προς ορισμένες διευθύνσεις. (Αν και, με χρήση σύγχρονης τεχνολογίας, μπορούμε να παρατηρήσουμε σήμερα ακόμα και τις μετατοπίσεις των πλακών όταν συμβαίνουν μετά από κάποιον ισχυρό σεισμό.) Επίσης, σημαντικό είναι και οτι δεν υπάρχουν δεδομένα που αντικρούουν τη θεωρία της κίνησης των τεκτονικών πλακών.

Βιολογική εξέλιξη: Τα ίδια περίπου θα μπορούσαμε να πούμε για τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών μέσω φυσικής επιλογής, στη βιολογία. Εδώ οι “κουκκίδες” του προηγούμενου χάρτη είναι τα απολιθώματα και άλλα πιο πρόσφατα δεδομένα, που προέρχονται από την εξέταση και ανάλυση του DNA. Οι “τεκτονικές πλάκες” είναι τα βιολογικά είδη, τόσο αυτά που υπάρχουν σήμερα, όσο και τα δισεκατομμύρια των ειδών που έχουν υπάρξει και έχουν εξαφανιστεί. (Άλλωστε, για να κάνουμε την αναλογία ακόμα πιο ισχυρή, και οι τεκτονικές πλάκες έχουν υπάρξει, εξαφανιστεί, και αλλάξει κατά τη διάρκεια των γεωλογικών αιώνων.) Και η κίνηση των πλακών αντιστοιχεί στην εξέλιξη των ειδών. Αντίθετα όμως με την κίνηση των πλακών, στην εξέλιξη των ειδών δεν έχουμε κάποιο χάρτη στον οποίο να τοποθετήσουμε κουκκίδες και να πούμε: «Ορίστε, νά πώς οι κουκκίδες διαγράφουν τα όρια μεταξύ βιολογικών ειδών.» Ο “χάρτης” της εξέλιξης είναι αφηρημένος, σχηματίζεται στους νους των βιολόγων μετά από γνώση κυριολεκτικά χιλιάδων δεδομένων (κουκκίδων), και μοιάζει πιο πολύ με δέντρο παρά με γεωγραφικό χάρτη. Το παράδειγμα αυτό αναφέρεται εδώ γιατί συχνά τίθεται από βιολόγους η άποψη οτι «η εξέλιξη των ειδών είναι ένα δεδομένο» (“evolution is a fact”). Όχι, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο με την έννοια του Παρθενώνα (βλ. παραπάνω). Βρίσκεται περισσότερο προς την περιοχή των θεωριών μέσα στο φάσμα δεδομένων–θεωριών. Αυτό που εννοούν οι βιολόγοι (μάλλον χωρίς να έχουν υπόψη-τους την παρούσα φιλοσοφική ανάλυση περί δεδομένων και θεωριών) είναι οτι ο βαθμός βεβαιότητας για την ύπαρξη της βιολογικής εξέλιξης είναι γι’ αυτούς τόσο μεγάλος, που η όλη ιδέα μοιάζει για ’κείνους περισσότερο με δεδομένο παρά με θεωρία. Πράγματι, χωρίς αρκετή γνώση, η βιολογική εξέλιξη μέσω φυσικής επιλογής ακούγεται απλώς σαν μια ευφάνταστη ιδέα. Το ίδιο όμως μπορούμε να πούμε και για τις τεκτονικές πλάκες, ή για τα βαρυτόνια. Μόνο με ικανοποιητικό βαθμό γνώσης δεδομένων (και βιολογίας, φυσικής, χημείας, γεωλογίας, κλπ.) μπορούμε να δούμε το βαθμό βεβαιότητάς μας να μετατοπίζεται προς την πλευρά των δεδομένων μέσα στο φάσμα δεδομένα–θεωρίες. (Βλ. και 6η Αρχή: “Απόκτηση εύρους και βάθους γνώσης”.)

Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν οτι δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ “δεδομένου” και “θεωρίας”. Υπάρχει μια “γκρίζα ζώνη” όπου οι δύο έννοιες συγχέονται. Όπως ήδη ειπώθηκε, στην πραγματικότητα υπάρχει ένα συνεχές φάσμα, του οποίου το ένα άκρο ονομάζουμε “δεδομένα” και το άλλο “θεωρίες”. Για κάθε μέλος αυτού του φάσματος έχουμε απλώς ένα ποσοστό βεβαιότητας για το οτι “ισχύει”. Για κάποια μέλη (π.χ. “ύπαρξη Παρθενώνα”) έχουμε εξαιρετικά υψηλή βεβαιότητα, και δεν διστάζουμε να τα ονομάσουμε “δεδομένα”· για άλλα μέλη έχουμε μικρότερη βεβαιότητα, οπότε προτιμούμε να τα ονομάζουμε “θεωρίες”· δεν υπάρχει όμως κάτι που να τραβάει μια διαχωριστική γραμμή και να διακρίνει σαφώς το δεδομένο από τη θεωρία.

Δικαιολόγηση της 4ης Αρχής

Από τα παραδείγματα που παρατέθηκαν διαφαίνεται και το γιατί δεν θέλω να έχω απόλυτη βεβαιότητα για οτιδήποτε: διότι ακόμα και γι’ αυτά τα “προφανή” που ο κόσμος ονομάζει “δεδομένα” υπάρχει το — απειροελάχιστο έστω — περιθώριο να κάνω λάθος. Νομίζω πως είναι πιο τίμιο να δέχομαι οτι μπορεί και να με παραπλανά ο νους-μου, και αλαζονικό να πιστεύω οτι είμαι αλάνθαστος σε κάποιες πίστεις-μου (βλ. και παρακάτω, περί ταπεινότητας).

Αποδείξεις

Δεδομένης της απόρριψης της απόλυτης βεβαιότητας, βρίσκω πως είναι παραπλανητικό να χρησιμοποιείται η λέξη “απόδειξη” και τα παράγωγά της σε οτιδήποτε εκτός της περιοχής των μαθηματικών. Ο λόγος είναι οτι μόνο στα μαθηματικά έχουμε απόλυτες βεβαιότητες όταν αποδεικνύουμε κάτι, εφόσον εκεί δεν εκχωρούμε βαθμούς βεβαιότητας στα αξιώματα, αλλά τα δεχόμαστε σαν 100% σωστά. Έτσι, η λέξη “απόδειξη” και τα παράγωγά της (“αποδεικύω”, “αποδειγμένο”, κλπ.) κάνει έμμεση αναφορά σε βεβαιότητα 100%, που είναι ανάρμοστη όχι απλώς στη δική-μου θεώρηση των πραγμάτων, αλλά στην επιστημονική σκέψη γενικότερα (καθώς η 4η Αρχή είναι μέρος του υπόβαθρου της επιστημονικής σκέψης, όχι απλώς μια προσωπική-μου Αρχή). Αντί για “αποδείξεις”, στην επιστήμη προτιμάμε να μιλάμε για “ενδείξεις”,  “ισχυρές ενδείξεις”,  “πολύ ισχυρές ενδείξεις”, κλπ.

Και πάλι περί ταπεινότητας

Η στάση “δεν τα ξέρω όλα, δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για τίποτα” πιστεύω πως είναι άλλη μια έκφραση ταπεινότητας — αυτή τη φορά προς τους άλλους ανθρώπους· δηλαδή πρόκειται για ταπεινότητα συμβατή με την αντίστοιχη θρησκευτική έννοια. Αντίθετα, όπως προανέφερα στη δικαιολόγηση της 4ης Αρχής, βρίσκω πως είναι αλαζονικό να αισθάνεται κανείς απόλυτα βέβαιος για κάτι. Και όμως, αυτή η αλαζονικότητα περνάει απαρατήρητη από το νου του τυπικού πιστού, ο οποίος αισθάνεται μάλιστα περήφανος γι’ αυτή την ακλόνητη πίστη-του! Από τη δική-μου σκοπιά, η θρησκεία έχει καταφέρει να αλλοτριώσει την έννοια της αλαζονείας και της ταπεινότητας στο νου του πιστού ανθρώπου, ώστε όταν ο πιστός κάνει τη σκέψη: «Εγώ έχω δίκιο, ενώ εσύ που διαφωνείς μαζί-μου έχεις άδικο, και είμαι 100% βέβαιος γι’ αυτό!», να μην αντιλαμβάνεται το μέγεθος της αλαζονείας-του, αλλά αντίθετα, να αισθάνεται και υπερηφάνεια. Η μη-αίσθηση ταπεινότητας είναι απαραίτητη για τη θρησκεία, γιατί αλλιώς πώς θα προσπαθήσει ο πιστός να διαδόσει την πίστη-του σε “απίστους”, πώς θα τολμήσει να πολεμήσει για τα πιστεύω-του, πώς ακόμα και θα σκοτώσει άλλους ανθρώπους που δεν πιστεύουν τα ίδια πράγματα όπως αυτός, αν έχει την παραμικρή αμφιβολία οτι έχει δίκιο; Είναι επιτακτική ανάγκη για την επιτυχημένη θρησκεία λοιπόν, την αλαζονεία της απόλυτης βεβαιότητας να την αναποδογυρίζει και να την εμφανίζει σαν προτέρημα.


Αρχή 5η: Ορθολογισμός

Ορθολογισμός σημαίνει τη χρήση των κανόνων της λογικής, και μάλιστα της μαθηματικής λογικής, προκειμένου να γίνει εξαγωγή συμπερασμάτων. Ο ορθολογισμός συνεπάγεται και την αποφυγή αντιφάσεων, γιατί αυτό είναι ένας από τους θεμελιώδεις κανόνες της λογικής.

Άλλη συνέπεια της χρήσης των κανόνων της λογικής είναι οτι όταν καταρρίπτεται ένα ενδιάμεσο συμπέρασμα (π.χ. γιατί βρήκαμε οτι αντιτίθεται στην παρατήρηση και τα δεδομένα), τότε καταρρίπτονται και όλα τα συμπεράσματα που στηρίζονταν σ’ αυτό. Ένα συμπέρασμα μπορεί να έχει προκύψει από μια δομή που μοιάζει λίγο με δέντρο (“ακυκλικό γράφημα” είναι η ακριβής ονομασία-της), όπως στο παρακάτω σχήμα:

Εδώ, το συμπέρασμα 16 έχει προκύψει από τα συμπεράσματα 14 και 15. Το 14, με τη σειρά-του, προέκυψε από τα 10 και 11. Το συμπέρασμα 10 προέκυψε από τις αρχικές υποθέσεις (“αξιώματα”) 1, 2, και 3. Και ούτω καθεξής.

Ας υποθέσουμε τώρα οτι ανακαλύπτουμε πως η αρχική υπόθεση 8 είναι λάθος, γιατί δεν επαληθεύεται από παρατηρήσεις στην πράξη. Π.χ. η αρχική υπόθεση 8 θα μπορούσε να είναι η εξής: “Όλα τα σπονδυλωτά, όταν έχουν μάτια, έχουν ακριβώς δύο μάτια.” Εξετάζοντας όμως τη φύση ανακαλύπτουμε οτι υπάρχει το είδος ερπετού “τουατάρα” (δύο είδη μάλιστα· μοιάζουν με σαύρες, αλλά δεν είναι), το οποίο έχει ένα τρίτο μάτι στο άνω μέρος του μετώπου-του (μη λειτουργικό μεν, αλλά ικανό να διακρίνει το φως απ’ το σκοτάδι, άρα είδος ματιού). Θέλουμε λοιπόν να αποσύρουμε την αρχική υπόθεση 8. Η αρχή του ορθολογισμού λέει οτι κατά συνέπεια πρέπει να αποσύρουμε και το συμπέρασμα 13, γιατί αυτό στηριζόταν στο 8, όπως και το 11, για τον ίδιο λόγο· επίσης το συμπέρασμα 15, αφού στηριζόταν στο 13, όπως και το 14, αφού στηριζόταν στο 11· και τέλος επίσης το συμπέρασμα 16, που στηριζόταν στο 15 και στο 14. (Αφού τουλάχιστον ένα των 14 & 15 είναι λάθος, αυτό αρκεί για να αναιρεθεί και το 16.) Το παρακάτω διάγραμμα έχει σημειωμένο με κόκκινο χρώμα όσα συμπεράσματα πρέπει να απορριφθούν λόγω της απόρριψης του 8:

Τα συμπεράσματα 10 και 12 παραμένουν, η θεωρία-μας όμως έχει μείνει τώρα “λειψή” (όπου με τη λέξη “θεωρία” εννοούμε ολόκληρη τη δομή που απεικονίζεται παραπάνω). Αρκεί λοιπόν η κατάρριψη μιας και μόνο υπόθεσης από τις δεκάδες, πιθανώς, που στηρίζουν ένα συμπέρασμα, για να υποχρεωθούμε να απορρίψουμε και το συμπέρασμα που στηριζόταν σ’ εκείνη την υπόθεση (μεταξύ οσωνδήποτε άλλων).

Το λάθος που κάνουν συχνά στους συλλογισμούς-τους οι άνθρωποι είναι οτι ενώ δέχονται οτι κάποια υπόθεσή τους, όπως η “8” στο προηγούμενο παράδειγμα, είναι λάθος, δεν αντιλαμβάνονται το “φαινόμενο του ντόμινο” που έχει η κατάρριψη της υπόθεσης αυτής στο υπόλοιπο οικοδόμημα των συμπερασμάτων και παραδοχών-τους.

Δικαιολόγηση της 5ης Αρχής

Κατ’ αρχήν, ας παρατηρήσουμε οτι ο ορθολογισμός δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί ορθολογικά, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε κυκλική σκέψη. Πράγματι, όλες οι “δικαιολογήσεις” των Αρχών που παρουσιάζονται στο παρόν κείμενο κάνουν χρήση ορθολογισμού, άρα η 5η Αρχή βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο στο υπόβαθρο όλων των άλλων Αρχών (εκτός της Μηδενικής). Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, όχι σαν δικαιολόγηση αλλά σαν απλή παρατήρηση, είναι να σημειώσουμε το ίδιο πράγμα που κάναμε και για το ξυράφι του Όκαμ (3η Αρχή): όπως και εκεί, έτσι και εδώ, ο ορθολογισμός έχει βαθύτατες ρίζες στο βιολογικό υπόβαθρο από το οποίο αναδύθηκε η ανθρώπινη ύπαρξη. Ουσιαστικά, όλα τα έμβια όντα δρουν “ορθολογικά”.

Πώς είναι δυνατό να μιλάμε για ορθολογισμό ζώων, ή και φυτών ακόμα, όταν τα ζώα δεν διαθέτουν τον πολύπλοκο εγκέφαλο του ανθρώπου για να δημιουργήσουν ρητές λογικές σκέψεις, και τα φυτά δεν διαθέτουν καθόλου εγκέφαλο; Μα γιαυτό έβαλα τη λέξη “ορθολογικά” σε εισαγωγικά. Ο “ορθολογισμός” των έμβιων όντων εκτός του ανθρώπου δεν υποστηρίζεται από ρητές σκέψεις, αλλά υποδηλώνεται από δράσεις και συμπεριφορές που βοηθούν στην επιβίωση του όντος.

Παραδείγματος χάρη, ο σκίουρος που μόλις εξασφάλισε ένα βελανίδι θα το κρατήσει στα δόντια-του καθώς περπατάει πάνω στα κλαδιά των δέντρων, και δεν θα το ρίξει στο έδαφος για να διαπιστώσει τον ήχο που κάνει το βελανίδι καθώς χτυπά στο χώμα. Μια τέτοια ενέργεια είναι “ανορθολογική” για το σκίουρο γιατί οδηγεί στην έλλειψη τροφής, και επαναλαμβανόμενη μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο. (Η ίδια ενέργεια θα μπορούσε να είναι ορθολογική για τον άνθρωπο που π.χ. θέλει να μετρήσει το ύψος του κλαδιού από το έδαφος, χρησιμοποιώντας ένα χρονόμετρο.) Το ίδιο ζώο, ο σκίουρος, έχει μια συμπεριφορά που είναι “ορθολογική” μεν από τη “σκιουρίστικη λογική”, τραγικά λανθασμένη όμως από πρακτική άποψη καθώς οδηγεί στον άμεσο θάνατό του. Συγκεκριμένα, οι σκίουροι που ζουν σε κατοικημένες περιοχές συχνά διασχίζουν τους δρόμους όπου περνούν αυτοκίνητα. Όταν το αυτοκίνητο έχει πλησιάσει στα 5-6 μέτρα, ο σκίουρος “παγώνει” καταμεσής του δρόμου, γιατί μ’ αυτή τη συμπεριφορά το είδος-του έχει επιβιώσει επί εκατομμύρια χρόνια: “παγώνοντας” στο μέσον του δάσους ο σκίουρος παύει να γίνεται εύκολα αντιληπτός από το αρπακτικό ζώο που πλησιάζει. Δυστυχώς για το σκίουρο, όταν αυτό που πλησιάζει είναι αυτοκίνητο, το “πάγωμα” του δύστυχου τετράποδου δεν έχει καμία αμυντική αξία· αντίθετα, είναι μια θανατηφόρα αντίδραση, καθώς η ταχύτητα του αυτοκινήτου κάνει αδύνατη τη διαφυγή του ζώου έστω και την τελευταία στιγμή, κι ο φουκαράς ο σκίουρος γίνεται ένα με την άσφαλτο. Αυτή τη “λανθασμένη” συμπεριφορά δεν πρέπει να τη δούμε σαν “ανορθολογική”, γιατί επί εκατομμύρια χρόνια ο σκίουρος αποφεύγει χάρη σ’ αυτή τους διώκτες-του· άλλο αν τον τελευταίο αιώνα περίπου εμφανίστηκε ένα τεχνολογικό προϊόν, το αυτοκίνητο, που καθιστά επικίνδυνη αυτή τη συμπεριφορά. Η εξέλιξη συνήθως χρειάζεται πολλές χιλιάδες χρόνια για να λειτουργήσει, κι ο ένας αιώνας της ύπαρξης των αυτοκινήτων παραείναι σύντομος για να δημιουργηθεί εξελικτικά μια πιο “ορθολογική” αντίδραση του σκίουρου στο πλησίασμα του αυτοκινήτου.

Τις ίδιες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε για όλα τα έμβια όντα· ακόμη και για τα φυτά, αφού κι αυτά αντιδρούν σε εξωτερικά ερεθίσματα, έστω και πολύ αργά (καθώς δεν έχουν νευρώνες). Π.χ. το φυτό που στρέφει τα φύλλα-του ή τα άνθη-του προς τον ήλιο, το φυτό που κλείνει τα πέταλα των λουλουδιών-του με τη δύση του ήλιου και τα ανοίγει πάλι με την ανατολή, κλπ., δρουν ακριβώς “ορθολογικά”, κάνοντας αυτό που πρέπει για να επιζήσουν.

Με την εμφάνιση του ανθρώπου όμως έχουμε μια πολυπλοκότητα στις νοητικές λειτουργίες που επιτρέπει και πράξεις που είναι ανορθολογικές από άποψη επιβίωσης. Π.χ. ένα άτομο μπορεί να επιλέξει να παίξει τις τελευταίες εναπομείνασες οικονομίες-του στο καζίνο, παρόλο που γνωρίζει οτι μάλλον θα καταστραφεί οικονομικά. Ή μπορεί να επιλέξει ν’ αρχίσει τη χρήση ναρκωτικών, παρόλο που γνωρίζει οτι σε βάθος χρόνου μπορεί να καταλήξει στο θάνατο. Τέτοιες ανορθολογικές και συχνά παρορμητικές δράσεις είναι δυνατές γιατί ο ορθολογισμός του ανθρώπου οδηγείται από ρητές σκέψεις του συνειδητού, ενώ ο παρορμητισμός κάποιων πράξεων οφείλεται στο υποσυνείδητο. Γενικά όμως, ο ορθολογισμός για τον άνθρωπο σημαίνει χρήση της “κοινής λογικής”, την οποία χρησιμοποιούμε όλη την ώρα. Ολόκληρο το παρόν κείμενο είναι αδύνατο να γίνει κατανοητό χωρίς κοινή λογική. Δεν είναι όμως μόνο το παρόν κείμενο που απαιτεί τον ορθολογισμό, αλλά οποιαδήποτε ακολουθία σκέψεων που είναι συνεπής, που δεν καταλήγει σε αντιφάσεις, που δεν διατυπώνει ασύνδετες και άσχετες μεταξύ-τους σκέψεις. Χωρίς κοινή λογική ο καθημερινός-μας κόσμος θα κατέρρεε.

Ας σημειώσουμε επίσης οτι στην περίπτωση του ανθρώπου το τί είναι ορθολογικό και τί όχι εξαρτάται από τις αρχικές παραδοχές-του. Είναι ορθολογική η αυτοανατίναξη του Μουσουλμάνου Ισλαμιστή που οδηγεί στο θάνατο όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και δεκάδες άλλους ανθρώπους, μεταξύ αυτών και παιδιών, γυναικών, εγκύων, και γερόντων; Βεβαίως και είναι. Από την άποψη του Ισλαμιστή, η αυτοανατίναξη θα τον οδηγήσει μια ώρα αρχύτερα στον παράδεισο, κοντά στον προφήτη-του και στη συντροφιά 72 παρθένων, όπως υπόσχονται τα ιερά κείμενά του. (Ο συγκεκριμένος αριθμός 72 για τις παρθένες αναφέρεται σε κάποιες ιερές “χαντίθ”.) Από την άλλη μεριά το Κοράνι (δηλαδή ο Αλλάχ) δηλώνει ξεκάθαρα οτι οι άπιστοι θα παραμείνουν για πάντα άπιστοι, επομένως ο Ισλαμιστής στέλνοντάς τους στο θάνατο τους στέλνει μια ώρα αρχύτερα στην Κόλαση, άρα επιτελεί θεάρεστο έργο. Μπορεί εμάς να μας φαίνονται αυτά σαν σχιζοφρένεια, είναι όμως απόλυτα λογικά εφόσον δεχτεί κανείς την αυθεντία του Κορανίου — αυθεντία που δέχεται υποχρεωτικά κάθε Μουσουλμάνος. Σαν το σκίουρο που “παγώνει” στην άσφαλτο πιστεύοντας οτι έτσι θα σώσει την ύπαρξή του, ο Ισλαμιστής αυτοανατινάζεται πιστεύοντας οτι έτσι θα σώσει την ψυχή-του. Για το σκίουρο βέβαια γνωρίζουμε όλοι οτι τελικά έτσι δεν σώζει τη ζωή-του. Για τον Ισλαμιστή όμως γνωρίζουμε μόνο όσοι δεν είμαστε Ισλαμιστές οτι τελικά έτσι δεν σώζει την ψυχή-του.

Αλλά κι ο Χριστιανός δεν διαφέρει και πολύ· απλώς αυτά που κάνει (προσευχές, νηστείες, εξομολογήσεις, μετάνοιες, κλπ.) δεν είναι καταστροφικά για τη ζωή-του· είναι βέβαια εντελώς ορθολογικά, δεδομένων των παραδοχών πίστης του Χριστιανού.

Οι πράξεις των άθεων χρειάζονται μερικές φορές εξήγηση στους πιστούς, γιατί χωρίς την εξήγησή τους μοιάζουν ανορθολογικές. Με ποια λογική, για παράδειγμα, ένας άθεος δίνει ελεημοσύνη, βοηθάει ένα παιδάκι να μάθει γράμματα, ή κάνει οποιαδήποτε άλλη “καλή πράξη”, αφού κατά τον άθεο δεν υπάρχει Εκείνος εκεί πάνω που να τον παρακολουθεί ώστε να τον επιβραβεύσει με μια καλή θέση στον παράδεισο της μετά θάνατον ζωής; Και όμως, και ο άθεος δρα ορθολογικά, γιατί πιστεύει οτι η ηθικότητα είναι κάτι το εγγενές στη φύση, κάτι που δεν επιβάλλεται στη φύση “άνωθεν” επειδή έτσι θέλει (αυθαίρετα) κάποιο Υπέρτατο Ον, αλλά επειδή η ηθικότητα είναι ένας υποχρεωτικός εξελικτικός μηχανισμός, χωρίς τον οποίο δεν θα υπήρχαμε (όχι μόνο εμείς, αλλά και οποιοδήποτε ζωικό είδος). Τουλάχιστον ο υπογράφων άθεος αυτό πιστεύει, και το έχει υποδείξει σε άλλη σελίδα-του. Άρα ένας τέτοιος άθεος ακολουθεί ορθολογικά τον κανόνα που λέει: «Δρω πάντα σύμφωνα με τη φύση-μου, και όχι παρά τη φύση-μου», που είναι μια συνέπεια της Αρχής 0 (που δεν έχουμε συζητήσει ακόμα).

Αυτή είναι η μόνη έμμεση δικαιολόγηση που μπορώ να δώσω στον ορθολογισμό: αφού κάνουμε χρήση-του καθημερινά, σε όλες τις μικρές και μεγάλες πτυχές της ζωής-μας, με ποιο δικαίωμα να τον εγκαταλείψουμε σύξυλο σε μια φιλοσοφική συζήτηση; Δεν θα ήταν αυτό μια προφανής ένδειξη ασυνέπειας; Βεβαίως αντιλαμβάνομαι θαυμάσια οτι κι αυτό ακόμα το επιχείρημα είναι ορθολογικό, γιαυτό δεν ισχυρίζομαι οτι ο ορθολογισμός έχει λογική δικαιολόγηση, αλλά οτι στηρίζεται σε παρατηρήσεις από βιολογικά και ψυχολογικά δεδομένα· ή αλλιώς, στην Αρχή 0.

Συνέπεια 5.1: Το επιθυμητό δεν είναι απαραίτητα και το αληθινό

Η Συνέπεια αυτή (του ορθολογισμού) λέει κάτι το μάλλον προφανές: αυτό που είναι αληθινό δεν είναι απαραίτητα και ευχάριστο. Υπάρχουν “πικρές αλήθειες” στον κόσμο. Το οτι κάτι είναι δυσάρεστο δεν αφαιρεί οτιδήποτε από την ορθότητά του (ούτε βέβαια προσθέτει). Η ορθότητα και η “επιθυμητότητα” μιας ιδέας είναι πράγματα άσχετα μεταξύ-τους.

Πράγματι, μετά από ορθολογική σκέψη (με χρήση της κοινής λογικής δηλαδή) καταλήγουμε στο συμπέρασμα οτι δεν μπορούμε να βρούμε καμιά συσχέτιση μεταξύ επιθυμητού και ορθού. Κανονικά λοιπόν δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω συζήτηση αυτής της Συνέπειας αν δεν συνέβαινε οτι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου παρασύρεται από την επιθυμία του να είναι κάτι αληθινό, και πιστεύει οτι όντως αυτό είναι αληθινό· αλλά και αντίστροφα: η επιθυμία του να είναι κάτι λανθασμένο παρασύρει στην πίστη οτι όντως αυτό είναι λανθασμένο. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Για πολλούς ανθρώπους είναι ευχάριστο να πιστεύουν οτι μετά θάνατον πρέπει να συνεχίζουν να ζουν, κατά κάποιον τρόπο. Ή, για να το πω αντίθετα, η σκέψη οτι μετά θάνατο δεν υπάρχει απολύτως τίποτα για το άτομο που πέθανε είναι ακόμα και ανατριχιαστική για μερικούς, έως εξαιρετικά δύσπεπτη για τους περισσότερους. Και όμως, το αν η σκέψη αυτή είναι δύσπεπτη ή αποκρουστική δεν έχει καμία σχέση με το αν είναι σωστή ή λάθος. Δεν “οφείλουμε” να συνεχίσουμε να ζούμε μετά θάνατον απλώς και μόνο επειδή βρίσκουμε απεχθές το αντίθετο.

Θρήσκοι άνθρωποι (και άλλοι) συχνά βρίσκουν δυσάρεστη την ιδέα οτι οι άνθρωποι εξελιχθήκαμε από είδη μεγάλων πιθήκων, και πως είμαστε “ξαδέλφια” με τους χιμπαντζήδες. (Μάλιστα, λόγω ελλιπούς πληροφόρησης, πολλοί πιστεύουν οτι προερχόμαστε από τους χιμπαντζήδες.) Οι άνθρωποι αυτοί καταφεύγουν σε παραπληροφόρηση, νομίζοντας οτι και οι επιστήμονες αμφισβητούν τη θεωρία της εξέλιξης, ενώ δεν υπάρχει καμιά διχογνωμία επ’ αυτού μεταξύ των σχετικών επιστημόνων, δηλαδή των βιολόγων. Μπορεί η ιδέα οτι εξελιχθήκαμε από πιθήκους να είναι αποκρουστική για κάποιους (αν και προσωπικά δεν καταλαβαίνω το γιατί)· υπάρχουν όμως τόσο συντριπτικά πολλές επιστημονικές ενδείξεις οτι αυτό είναι σωστό, που η υποστήριξη του αντιθέτου επειδή δεν μας αρέσει παραπέμπει στην ψυχολογία του παιδιάστικου πείσματος. 

Συνέπεια 5.1.1: Δεν είμαστε η “κορωνίδα της Δημιουργίας” (ταπεινότητα #3)

Υπάρχει μια διαχρονική ιδέα, πολύ γερά ριζωμένη στο συλλογικό θυμικό της ανθρωπότητας· μια ιδέα που την έχουν υποστηρίξει όχι μόνο οι κυριότερες θρησκείες του κόσμου, αλλά και κάποιοι επιστήμονες. Παρά τα πάμπολλα αντι-παραδείγματα που δείχνουν να την καταρρίπτουν, ο άνθρωπος μοιάζει να είναι γερά γαντζωμένος σ’ αυτήν. Η ιδέα δεν είναι άλλη από το οτι εμείς οι άνθρωποι αποτελούμε κάτι το ιδιαίτερο στο σύμπαν, κάτι το ξεχωριστό. Οι θρησκείες των πολλών δισεκατομμυρίων πιστών εξέφρασαν αυτή την ιδέα μέσω της άποψης οτι ο Θεός μας δημιούργησε με ξεχωριστό τρόπο: π.χ. στην έκτη ημέρα της Δημιουργίας, δίνοντάς μας την ευχέρεια να “κατακυριεύσουμε” την πλάση, τη δυνατότητα να μοιάσουμε στο Θεό, κλπ. Οι θρησκείες ερμήνευσαν τα λεγόμενα των Γραφών-τους με την άποψη οτι ο άνθρωπος, και η Γη συγκεκριμένα, βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, και οτι αποτελούμε την “κορωνίδα της Δημιουργίας”, το τελειότερο δημιούργημα (αν και όχι πραγματικά τέλειο, αφού τέλειος είναι μόνον ο Θεός).

Όπως όμως προανέφερα, υπήρξαν και κάποιοι επιστήμονες που υποστήριξαν πρακτικά την ίδια ιδέα. Ένας-τους για παράδειγμα, ο Φρήμαν Ντάισον (Freeman Dyson, φυσικός από το Πρίνστον), έγραψε: «Κατά κάποιον τρόπο, το σύμπαν ήξερε οτι ερχόμασταν» (“In some sense, the universe knew we were coming”). Ο λόγος που οι επιστήμονες λένε (ή απλώς σκέφτονται) αυτά τα πράγματα είναι οτι παρατηρούν πως πολλές από τις “παραμέτρους” του σύμπαντος έχουν τέτοιες τιμές που “επιτρέπουν” την εμφάνιση της ζωής και την ύπαρξή μας γενικότερα. Π.χ., αν η ηλεκτρομαγνητική δύναμη δεν είχε ακριβώς την τιμή που παρατηρούμε οτι έχει, το έκτο στοιχείο του περιοδικού πίνακα, ο άνθρακας, δεν θα σχημάτιζε μακριές αλυσίδες και δενδροειδείς δομές, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο τωρινός πλούτος των οργανικών ενώσεων (ενώσεων του άνθρακα), άρα και να μην υπάρχει ζωή όπως την ξέρουμε.

Το αίνιγμα των επιστημόνων είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον, και δέχεται διάφορες απαντήσεις. Π.χ.:

  • Ίσως το σύμπαν είναι έτσι που είναι γιατί το σχεδίασε μια υπερ-ευφυής οντότητα (αν και η οντότητα δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με το Θεό διαφόρων θρησκειών, στον οποίο οι θρησκείες εκχωρούν πολύ περισσότερες ιδιότητες).

  • Ίσως υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός από άλλα σύμπαντα, που το καθένα έχει τις δικές-του “παραμέτρους”, και εμείς οι άνθρωποι, κατά ταυτολογικό τρόπο, μπορούμε να βρισκόμαστε μόνο σε σύμπαντα που επιτρέπουν την ύπαρξή μας, άρα μόνο ένα τέτοιο “βολικό” για μας σύμπαν μπορούμε ποτέ να παρατηρήσουμε.

  • Ίσως οι παρατηρήσεις των επιστημόνων να είναι απλά “απληροφόρητες”, εξάγοντας συμπεράσματα από το μοναδικό παράδειγμα σύμπαντος που έχουμε υπόψη-μας: το δικό-μας σύμπαν. Π.χ. μπορεί με μια ελαφρώς ισχυρότερη τιμή της ηλεκτρομαγνητικής δύναμης να παίρνουμε μεγαλύτερες και πιο σταθερές αλυσίδες άνθρακα, άρα πιο πολύπλοκες οργανικές ενώσεις και πιο πολύπλοκη χημεία και αντίστοιχη βιολογία. Μηχανισμοί που είναι βιολογικά αδύνατοι στο δικό-μας σύμπαν, θα μπορούσαν να είναι δυνατοί σε άλλα σύμπαντα, τα οποία έτσι να είναι πιο πλούσια σε πολυπλοκότητα από το δικό-μας, και πιο ενδιαφέροντα.

Η πρώτη από τις παραπάνω εκδοχές αποδέχεται έμμεσα την άποψη οτι εμείς οι άνθρωποι είμαστε “σπουδαίοι” για την οντότητα που κατασκεύασε το σύμπαν, αφού οι παράμετροι του σύμπαντος έχουν τιμές έτσι ώστε να υπάρξουμε. Επίσης, οι δύο πρώτες εκδοχές είναι αντίθετες με το πνεύμα του ξυραφιού του Όκαμ (αν και αυτό από μόνο-του φυσικά δεν αρκεί για να απορριφθούν), καθώς εισάγουν την ύπαρξη μιας εξαιρετικά μεγάλης πολυπλοκότητας: η πρώτη εκείνη μιας “υπερευφυούς” οντότητας, και η δεύτερη εκείνη των “αστρονομικά πολλών” άλλων συμπάντων.

Χρήσιμο όμως είναι να δούμε με συντομία και τις αρχαιότερες ιδέες που στήριξαν την άποψη περί “σπουδαιότητας” του είδους-μας:

Φυσικά φαινόμενα. Κεραυνοί, σεισμοί, ηφαίστεια, πλημμύρες — για όλα υπήρξε η πίστη οτι «για μας γίνονται αυτά, σ’ εμάς απευθύνεται ο Θεός (ή οι θεοί)», αναλόγως της θρησκείας. Κατά τους αρχαίους Έλληνες, για τους κεραυνούς υπεύθυνος ήταν ο Δίας, για τους σεισμούς ο Εγκέλαδος, για τα ηφαίστεια ο Ήφαιστος, για τους ανέμους ο Αίολος, και για τις θαλασσοταραχές ο Ποσειδώνας. Το σημαντικό όμως ήταν πως δεν ήταν απλώς “υπεύθυνος” ο θεός, αλλά τιμωρούσε κάποιους με το εκάστοτε φαινόμενο. Αντίστοιχη σκέψη είχαν και οι αρχαίοι Εβραίοι, που απέδιδαν όλα τα φαινόμενα στον Γιαχβέ. Όταν π.χ. κάποια μεγάλη τοπική πλημμύρα αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη των Εβραίων σαν “ο κατακλυσμός”, αυτό το απέδωσαν στην τιμωρητική διάθεση του Θεού. Το ίδιο έκαναν και με το ουράνιο τόξο, με το οποίο ο Θεός νόμισαν οτι εκδήλωνε τη διάθεσή του για γαλήνη και τερματισμό της βροχής. Η ιδέα οτι τα φυσικά φαινόμενα απλά συμβαίνουν, έτσι, από τύχη, χωρίς να ασχολείται κάποια θεότητα με τη μοίρα των ανθρώπων, δεν φάνηκε να πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός — ή τουλάχιστον δεν καταγράφηκε ως ιδέα, απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω. Πάντως, ένα προς ένα, τα φυσικά φαινομενα εξηγήθηκαν με την καλύτερη και βαθύτερη κατανόηση της φύσης, κάνοντας μη αναγκαία πλέον την υπόθεση της θεϊκής και υπερφυσικής παρέμβασης: οι κεραυνοί έγιναν κατανοητοί σαν σπινθήρες μεταξύ ηλεκτρικά φορτισμένων νεφών με αντίθετα φορτία, ή μεταξύ νεφών και εδάφους· οι σεισμοί και τα ηφαίστεια σαν αποτελέσματα της κίνησης των τεκτονικών πλακών της Γης· το ουράνιο τόξο σαν το είδωλο του Ήλιου όταν το φως-του περνάει μέσα από αιωρούμενα σταγονίδια· κλπ.

Σπουδαιότητα της Γης. Ο πλανήτης-μας φαίνεται αχανής επειδή ζούμε στην επιφάνειά του, άρα μοιάζει εξαιρετικά σπουδαίος. Τη φαινομενική-του σπουδαιότητα αποτύπωσαν στη μυθολογική-τους κοσμογονία πολλοί αρχαίοι λαοί:

  • Κατά τους Έλληνες (στη Θεογονία του Ησιόδου), στην αρχή υπήρξε το Χάος, από το οποίο προήλθε η Γαία, που ήταν η θεότητα-προσωποποίηση της γης που πατούσαν και καλλιεργούσαν οι άνθρωποι. Από το Χάος επίσης προήλθαν άλλες οντότητες, όπως ο θεός Έρως, η Άβυσσος, και το Έρεβος. Η Γαία γέννησε τον Ουρανό, με τον οποίο δημιούργησε στη συνέχεια (άμεσα ή έμμεσα) τους άλλους γνωστούς θεούς της ελληνικής μυθολογίας.

  • Κατά τους Αιγύπτιους, και κατά τη μυθολογία Ηλιοπόλεως, αρχικά υπήρξε ο θεός Ατούμ ή Ρα, που δημιούργησε (χωρίς θηλυκό σύντροφο) τον Σου, θεό του αέρα, και την αδερφή-του Τεφνούτ. Τα δύο αδέρφια έγιναν ζευγάρι και δημιούργησαν τον Γκεμπ, θεό της γης, και τη Νουτ, θεά του ουρανού, από την ένωση των οποίων προήλθαν ο Όσιρις, η Ίσις, ο Σεθ, και η Νέφθυς.

  • Κατά τους Εβραίους, η δημιουργία της γης μαζί με τον ουρανό ήταν το πρώτο μέλημα του Θεού, κατά την “πρώτη ημέρα” της δημιουργίας. Στη συνέχεια ο Θεός έφτιαξε το φως, με το οποίο διαχώρισε τη μέρα από τη νύχτα, τις θάλασσες, την ξηρά, τα φυτά. Αργότερα μόνο, κατά την τέταρτη ημέρα, ο Θεός έφτιαξε τον Ήλιο, τη Σελήνη, και τα αστέρια. Η σπουδαιότητα της Γης σε σύγκριση με εκείνη των άλλων ουρανίων σωμάτων είναι παραπάνω από εμφανής στην εβραϊκή μυθολογία.

Αργότερα, στην “επιστημονική” εκδοχή της αρχαιότητας, και κατά το μοντέλο του Πτολεμαίου, ο πλανήτης-μας τοποθετήθηκε στο κέντρο του κόσμου και γύρω-του περιφέρονταν όλα τα υπόλοιπα ουράνια σώματα. Όταν, κατά το 16ο αιώνα, ο Κοπέρνικος επανέφερε το ξεχασμένο από αιώνες ηλιοκεντρικό μοντέλο του Αρίσταρχου του Σάμιου, που υποβίβαζε τη Γη σε ένα από τα πολλά ουράνια σώματα που περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο, προκλήθηκαν κύματα αγανάκτησης στην επικρατούσα άποψη που στήριζε η Εκκλησία. Τελικά η πραγματικότητα, που μάλλον δεν πολυσκοτίζεται για την ιερή αγανάκτηση των ανθρώπων, αποφάνθηκε κάτι τρισχειρότερο: οτι ούτε ο Ήλιος είναι στο κέντρο του σύμπαντος, και ούτε καν έχει κέντρο το σύμπαν! Ο πλανήτης των υπερφίαλων ανθρώπων είναι ένας κόκκος σκόνης του γαλαξία, που με τη σειρά-του είναι ένας από εκατοντάδες δισεκατομμύρια γαλαξίες του σύμπαντος (που ίσως να μην είναι το μοναδικό). Όσο μεγάλωνε η γνώση, τόσο μίκραινε η σπουδαιότητα της κατοικίας των ανθρώπων στη συνείδησή τους.

Σπουδαιότητα του ανθρώπου. Παράλληλα με τη σπουδαιότητα της κατοικίας-μας, εκφράστηκε και η άποψη της σπουδαιότητας του ανθρώπινου είδους καθαυτό. Αυτό έγινε με τους διάφορους θρησκευτικούς μύθους που περιέγραφαν το πώς κάποιος θεός ή θεοί κάθε θρησκείας έφτιαξε με ιδιαίτερη φροντίδα τον άνθρωπο και τον έκανε “κορωνίδα της Δημιουργίας”. Στην εβραϊκή μυθολογία, για παράδειγμα, ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο τελευταίον απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα, την έκτη ημέρα της Δημιουργίας, τον βάζει να ζήσει σε ένα ιδιαίτερα ευχάριστο περιβάλλον, τον παράδεισο, έναν κήπο που δημιουργεί ειδικά για τον άνθρωπο, και του δίνει την εντολή να κατοικήσει σε όλη τη γη, να την “κατακυριεύσει”, να επιβάλει την κυριαρχία-του σε όλα τα ζωντανά πλάσματα, και να προσπαθήσει να μοιάσει στο Θεό — εντολές που βέβαια δεν έδωσε σε κανένα άλλο ζωντανό είδος. Αντίστοιχη ιδιαιτερότητα φαίνεται να υπάρχει και στο Κοράνι του Ισλάμ, που όμως μοιάζει με κακέκτυπο αντίγραφο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, φτιαγμένο από έναν άνθρωπο που υπαγόρευσε σε άλλους ώστε να καταγραφεί ότι θυμόταν και ότι μπόρεσε να συγκρατήσει ο νους-του από την εβραϊκή και χριστιανική παράδοση. Αυτό το έκανε με τεράστιες παραλείψεις και παραμορφώσεις, καθώς ήταν αγράμματος και δεν είχε γραπτό λόγο για να χρησιμοποιήσει σαν βοήθημα της μνήμης-του. Πάντως και στο Ισλάμ ο άνθρωπος έχει πρωταρχική σημασία· στο Κοράνι, σε πάμπολλα σημεία, ο Θεός μιλά στον πιστό προσπαθώντας να αυξήσει την πίστη-του, λέγοντάς του να κοιτάξει γύρω-του και να δει τη Γη που ο Θεός την έκανε επίπεδη σαν αναπαυτικό κρεβάτι, τα φυτά που δίνουν ίσκιο, τα νερά που δίνουν δροσιά (όλα προφανή αντίδοτα στον ανελέητο ήλιο και στην ξηρασία της ερήμου), τα φρούτα (π.χ. χουρμάδες) που ευφραίνουν την καρδιά, κ.ά. — όλα φτιαγμένα με ειδική φροντίδα από το Θεό για τον άνθρωπο.

Η ιδέα περί σπουδαιότητας του ανθρώπου δέχτηκε το 19ο αιώνα μια “γροθιά στο στομάχι” από τη θεωρία της εξέλιξης (που αναφέρθηκε και πρωτύτερα), που έκανε αυτό που δεν τόλμησε να κάνει καμιά θρησκεία: πρότεινε στον άνθρωπο την ταπεινοφροσύνη απέναντι στη φύση, υπενθυμίζοντάς του οτι δεν είναι παρά ένα από τα δισεκατομμύρια ειδών που έχουν υπάρξει σ’ αυτόν τον πλανήτη, κι οτι, από βιολογική άποψη, καμία ιδιαιτερότητα δεν υπάρχει στον άνθρωπο. Δυστυχώς, οι άνθρωποι, ενώ προσποιούνται τους ταπεινούς απέναντι στο Θεό, δεν τους αρέσει καθόλου να αισθάνονται ταπεινοί απέναντι στη φύση. Έτσι, όσοι είναι αρκούντως απληροφόρητοι, εξακολουθούν να πολεμούν τη θεωρία της εξέλιξης με νύχια και με δόντια. Οι τάξεις-τους μειώνονται πάντως, καθώς διαδίδεται και αυξάνει η γνώση μεταξύ των ανθρώπων.

Προσοχή όμως: για τη σπουδαιότητα του ανθρώπου στο σύμπαν προσωπικά τυχαίνει να έχω διαφορετική άποψη από την πλειοψηφία των επιστημόνων, και δη των βιολόγων. Τη διαφορετική αυτή άποψή μου την έχω αναπτύξει στο άρθρο αυτό (γραμμένο στα αγγλικά), όπου υποστηρίζω οτι ναι μεν βιολογικά ο άνθρωπος δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο στη φύση, νοολογικά όμως είναι όντως κάτι το ιδιαίτερο, και η νοολογία δεν είναι βιολογία. Αλλά αυτό το θέμα ξεφεύγει του εύρους του παρόντος κειμένου.


Αρχή 6η: Απόκτηση εύρους και βάθους γνώσης

Η Αρχή αυτή λέει οτι όσα και να γνωρίζω, πρέπει πάντα να προσπαθώ να μάθω περισσότερα· και μάλιστα σε όλους τους τομείς της γνώσης (“εύρος”), και όχι μόνο στον τομέα της ειδικότητάς μου (“βάθος”).

Το οτι αυτή είναι γενικά μια “καλή ιδέα” είναι προφανές στους περισσότερους ανθρώπους, και αποτυπώνεται στο γνωμικό “η γνώση είναι δύναμη”. Όμως πέρα από τέτοιους επιφανειακούς αφορισμούς, χρήσιμο είναι να εξετάσουμε πιο προσεκτικά το γιατί απαιτώ από τον εαυτό-μου να έχω εύρος και βάθος γνώσης.

Δικαιολόγηση της 6ης Αρχής

Ένας λόγος για την απόκτηση εύρους και βάθους γνώσης είναι οτι όσο λιγότερα ξέρουμε, τόσο πιο μικρές είναι οι “αντιστάσεις-μας” σε μια πληροφορία που, αν είχαμε το σωστό γνωστικό υπόβαθρο, εύκολα θα βλέπαμε οτι η πληροφορία αυτή είναι αντίθετη σ’ αυτά που γνωρίζουμε· αλλά αν δεν ξέρουμε τίποτα, ή ξέρουμε ελάχιστα, πώς να το καταλάβουμε οτι αυτό που ακούμε είναι παράλογο, ή και γελοίο, ή — πιο συχνά — αντιτιθέμενο σε σωρεία γνώσεων της ανθρωπότητας; Το πρόβλημα αυτό εξετάζεται και στην επόμενη Συνέπεια (6.1, Σκεπτικισμός). Συζητήθηκε όμως περιστασιακά και στις προηγούμενες Αρχές. Π.χ. ειπώθηκε οτι η θεωρία του κροκόδειλου κάτω απ’ το κρεβάτι (βλ. Αρχή 3η) μοιάζει λογική για ένα παιδάκι που αγνοεί το σύνολο σχεδόν των όσων γνωρίζει ένας ενήλικος, ο οποίος ακριβώς λόγω γνώσεων βρίσκει τη θεωρία του κροκόδειλου πραγματικά αστεία.

Παρεμφερής λόγος είναι οτι το “οικοδόμημα πίστεων” που χτίζουμε κινδυνεύει να αποκτήσει ρωγμές (που μπορεί να οδηγήσουν στην κατάρρευσή του) όταν έχουμε κενά γνώσεων, που μας τα κάνουν γνωστά οι “απ’ έξω”, αυτοί που δεν ζουν στο οικοδόμημά μας και που τυχαίνει να κατέχουν τη γνώση που εμείς αγνοούμε. Και πάλι θα φέρω σαν παράδειγμα τη θεωρία της βιολογικής εξέλιξης (το παράδειγμα αυτό ανέφερα στην 4η Αρχή). Σχεδόν όλοι όσοι “απορρίπτουν μετά βδελυγμίας” τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών έχουν παντελή άγνοια βιολογίας· αγνοούν δηλαδή το αντικείμενο για το οποίο συζητούν. Δυστυχώς, έχουν επιπλέον και άγνοια της άγνοιάς τους. Σαν αποτέλεσμα, γελοιοποιούνται όταν αντιμετωπίζουν συζητητές που γνωρίζουν σε βάθος τόσο γενικά περί βιολογίας, όσο και τα χιλιάδες δεδομένα που συνηγορούν στον υψηλότατο βαθμό βεβαιότητας με τον οποίο οι επιστήμονες αποδέχονται την ορθότητα της θεωρίας της εξέλιξης. Αυτό βέβαια είναι απλώς ένα από τα πάμπολλα τέτοια παραδείγματα. Τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα, κατά την άποψή μου, έρχονται από τη γνώση του πώς ο εγκέφαλός μας είναι σε θέση να μας παραπλανήσει πλήρως, κάνοντάς μας να αποδώσουμε στο εξωτερικό περιβάλλον καταστάσεις που ο ίδιος δημιουργεί (βλ. 2η Αρχή, περί αντικειμενικότητας παρατηρήσεων). Τη σχετική γνώση αποκτούμε μελετώντας τους τομείς της νοολογίας και ψυχολογίας.

Παρατήρηση

Ούτε η απόκτηση μόνο εύρους, ούτε η απόκτηση μόνο βάθους είναι καλή ιδέα. Το “μόνο εύρος” χωρίς βάθος σημαίνει επιφανειακή γνώση, που αποτυγχάνει να μας προσφέρει υπηρεσίες όποτε χρειάζεται εμβάθυνση σ’ αυτό που υποτιθέμενα γνωρίζουμε. Όσο για το “μόνο βάθος”, εκεί καταλήγουν συχνά οι ακαδημαϊκά ασχολούμενοι ερευνητές, που γίνονται απολύτως ειδικοί στον τομέα-τους (μερικές φορές μάλιστα κορυφαίοι στον κόσμο), αλλά αδυνατούν να συμμετάσχουν σε συζητήσεις με θέματα εκτός της ειδικότητάς τους, και όταν γίνεται αυτό αισθάνονται “έξω από τα νερά-τους”. Καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν μου φαίνεται ελκυστική. Χρειάζομαι γνώσεις τόσο σε πλάτος όσο και σε βάθος, αν στόχος-μου είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη κατανόηση του κόσμου που με περιβάλλει.

Συνέπεια 6.1: Σκεπτικισμός

Σαν συνέπεια της 6ης Αρχής προκύπτει οτι κάθε πληροφορία ή ιδέα που ακούμε, διαβάζουμε, ή βλέπουμε με τα ίδια-μας τα μάτια, πρέπει να την προσλαμβάνουμε με σκεπτικισμό· όχι δηλαδή χωρίς να ζητούμε να βρούμε για ποιο λόγο ή λόγους μπορεί να είναι παραπλανητική, ή απλά λανθασμένη. Πρέπει με άλλα λόγια να επιδιώκουμε τη διάψευση των όσων μαθαίνουμε, και όχι απλώς την επιβεβαίωσή τους. Η επιδίωξη προς διάψευση πρέπει να είναι τόσο πιο ισχυρή όσο πιο ισχυρά αντιτίθεται η νέα πληροφορία στο συνολικό σύστημα των παραδοχών-μας, στη “θεωρία” που έχουμε αναπτύξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. (Παράδειγμα “θεωρίας” δόθηκε σχηματικά μέσω της δενδροειδούς δομής στην 5η Αρχή: περί Ορθολογισμού.)

Παράδειγμα:

Έστω οτι κάποιος ισχυρίζεται οτι ένα ραγισμένο ποτήρι “ανασυγκολλήθηκε”, και τώρα εμφανίζεται χωρίς κανένα ράγισμα. Αυτό πρέπει να το δεχτούμε με σκεπτικισμό. Π.χ., ποιος είναι αυτός που το λέει; Πόσο μπορούμε να τον εμπιστευόμαστε; Έχει την τάση να ισχυρίζεται υπερφυσικά φαινόμενα; Έχει μήπως τάσεις να εντυπωσιάζει το ακροατήριό του; Αν ισχυρίζεται οτι υπήρξαν και άλλοι μάρτυρες του ραγίσματος και εν συνεχεία ανασυγκόλλησης του ποτηριού, τα ίδια ερωτήματα πρέπει να θέσουμε και για τους άλλους μάρτυρες. Αν παραμερίσουμε όλες αυτές τις αντιστάσεις-μας, θα πρέπει να ελέγξουμε τις χημικές-φυσικές-κβαντομηχανικές γνώσεις-μας για τις ιδιότητες του γυαλιού. Αν την ανασυγκόλληση δεν την επιτρέπουν οι φυσικοί νόμοι του σύμπαντος (και όχι απλώς οι προηγούμενες παρατηρήσεις-μας ραγισμένων γυαλιών), τουλάχιστον όπως γνωρίζουμε τους φυσικούς νόμους μέχρι σήμερα, τότε και μόνο τότε πρέπει να απορρίψουμε τον ισχυρισμό· και είναι προφανές γιατί: διότι κατάρριψη κάποιου φυσικού νόμου σημαίνει οτι εκατομμύρια επιστήμονες — συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων διανοιών του κόσμου — είχαν λάθος, ενώ το άτομο που κάνει τον ισχυρισμό αυτόν έχει δίκιο. Πόσο πιθανό είναι κάτι τέτοιο;

Παρατήρηση:

Ο σκεπτικισμός προς μια λαμβανόμενη πληροφορία “πατάει” σε τόσο πιο στέρεη βάση όσο πιο μεγάλο είναι το εύρος και βάθος γνώσης αυτού που λαμβάνει την πληροφορία. Χωρίς γνώση, είναι προφανές οτι μπορούμε να πιστέψουμε το οτιδήποτε, αφού δεν έχουμε κάτι που να γνωρίζουμε οτι ισχύει ώστε να προκαλείται αντίφαση με τη νεο-προσλαμβανόμενη πληροφορία, και να μας οδηγεί στην παρατήρηση: «Μια στιγμή! Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε θα ήταν λάθος το [Χ]», όπου Χ είναι αυτό που, απ’ όσο γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, είναι σωστό. Όσο μεγαλύτερο υπόβαθρο γνώσης έχουμε, τόσο πιο πολλά είναι τα διάφορα Χ, ένα ή περισσότερα των οποίων θα μπορούσαν να αντιτίθενται στη νεο-παρουσιαζόμενη πληροφορία. Νά λοιπόν πώς ο σκεπτικισμός αποτελεί συνέπεια της 6ης Αρχής, περί εύρους και βάθους γνώσης. Ας σημειώσουμε οτι ο σκεπτικισμός δεν είναι λογική συνέπεια της 6ης Αρχής, αλλά πρακτική, “εκ των πραγμάτων” συνέπεια, κάτι που προκύπτει στο νου του ανθρώπου λόγω του πλήθους των γνώσεων που αυτός κατέχει.

Πρόσθετη δικαιολόγηση του σκεπτικισμού

Ο σκεπτικισμός δικαιολογείται μερικά από τη γνώση των πάμπολλων μεθόδων (μερικές φορές εξαιρετικά “πονηρών” και δύσκολων να εξιχνιαστούν) τις οποίες μετέρχονται άτομα που είναι ικανά να παραπλανήσουν άλλα άτομα, αυτούς που τους πιστεύουν. Είναι εκτός του εύρους του παρόντος κειμένου να γίνει μια καταγραφή τέτοιων μεθόδων. (Συνέπεια όμως της 6ης Αρχής είναι οτι πρέπει να τις γνωρίζουμε.) Θα αναφέρω μόνο μια προσωπική εμπειρία.

Το έτος 2003 είχα επισκεφτεί μαζί με φίλους τα Σπήλαια Μαμούθ της Πολιτείας Κεντάκυ των Η.Π.Α. Στην περιοχή των σπηλαίων βρήκαμε ένα κατάστημα που πουλούσε κρυστάλλους, πετρώματα, ορυκτά, απολιθώματα, και γενικά λίθους που βρίσκονται συνήθως σε σπήλαια και στα έγκατα της γης. Όπως συμβαίνει στα περισσότερα τέτοια καταστήματα, ένα μεγάλο μέρος της πελατείας-τους αποτελείται από ανθρώπους που ενδιαφέρονται όχι για τη γεωλογία και τα πετρώματα καθαυτό, αλλά για τις προλήψεις αυτού που ονομάζεται Νέα Εποχή (New Age), πνευματισμός (spiritualism), κλπ. Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν οτι, π.χ., αν βάλουν σε επαφή με το σώμα-τους ή κάτω από το μαξιλλάρι-τους έναν κρύσταλλο από αμέθυστο, θα έχουν καλύτερο, αδιάλειπτο, και πιο υγιή ύπνο. Οι περισσότερες τέτοιες δοξασίες μπορεί να είναι λάθος, αλλά από την άλλη μεριά είναι “άκακες”, δηλαδή δεν στρέφονται εναντίον άλλων ανθρώπων, αλλά αποσκοπούν στην υποτιθέμενη βελτίωση της φυσικής και πνευματικής υγείας του ατόμου που πιστεύει αυτά τα πράγματα. Αντίστοιχα, οι ιδιοκτήτες και πωλητές τέτοιων καταστημάτων προσπαθούν να ικανοποιήσουν την πελατεία-τους. Αυτό ίσχυε και στο συγκεκριμένο κατάστημα των Σπηλαίων Μαμούθ του Κεντάκυ. Όταν μπήκα μέσα μαζί με ένα φίλο-μου, πλησιάσαμε στον πάγκο της ιδιοκτήτριας, όπου εκείνη επεδείκνυε σε έναν πελάτη τις “πνευματιστικές” ικανότητές της. Είχε τοποθετήσει τις παλάμες προτεταμένες προς τα εμπρος αλλά κατακόρυφα, σε απόσταση 30 εκατοστών περίπου, αντικρυστά τη μία με την άλλη (όπως όταν τις τοποθετούμε προκειμένου να πιάσουμε ανάμεσά τους ένα κουνούπι), και είχε ζητήσει από τον πελάτη να βάλει κι αυτός, ανάμεσά τους, τη μία δική-του παλάμη στο μέσον, παράλληλα με τις παλάμες της ιδιοκτήτριας. Εκείνη είχε αρχίσει ήδη να λέει με ιδιαίτερα εμφαντικό τρόπο κάτι που έμοιαζε με επίκληση σε “πνεύματα” (η δυνατή φωνή-της άλλωστε ήταν που μας τράβηξε προς τα εκεί για να δούμε τί συμβαίνει). Σε μια στιγμή σταμάτησε, και ρώτησε τον πελάτη που ήταν εμφανώς ταραγμένος: «Αισθάνεσαι μια “δύναμη”, ένα ρίγος να διατρέχει όλο το σώμα-σου;» Εκείνος απάντησε σχεδόν τρέμοντας: «Ναι! Ναι!...» και η επίδειξη έλαβε τέλος σε λίγα δευτερόλεπτα, με τον πελάτη να είναι πεπεισμένος, υποθέτω, για τις πνευματιστικές ικανότητες της ιδιοκτήτριας. Πλησίασα περισσότερο, και εκείνη με ρώτησε αν θέλαμε κ’ εμείς να γίνουμε μάρτυρες πνευματιστικών δυνάμεων. Δέχτηκα ευχαρίστως, από περιέργεια κυρίως, όντας ήδη πεπεισμένος οτι τέτοιες δυνάμεις δεν υπάρχουν κι οτι είναι κατασκευάσματα της ψυχολογίας των ανθρώπων. Έβαλα λοιπόν κ’ εγώ την παλάμη-μου ανάμεσα στις δικές-της, όπως ο προηγούμενος, και την άκουσα να λέει με δυνατή φωνή τα “μαγικά-της” ξόρκια· μονάχα που, επειδή εγώ δεν είμαι φυσικός ομιλητής της αγγλικής, δεν καταλάβαινα πλήρως όλες τις περίεργες και εξεζητημένες λέξεις που χρησιμοποιούσε, και πιο πολύ μου αποσπούσε την προσοχή ένα δόντι-της που ήταν εμφανώς πιο άσπρο από τ’ άλλα — κατάλευκο σαν το γάλα. Έτσι, τα ξόρκια της κυρίας δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα επάνω-μου. Όταν με ρώτησε αν αισθάνθηκα μια δύναμη, ένα ρίγος να με διατρέχει, της είπα πως όχι, τίποτα τέτοιο δεν παρατήρησα. Γύρισε τότε στο φίλο-μου, και ρώτησε αν θα ήθελε εκείνος να αισθανθεί τη δύναμη. Ο φίλος-μου, βλέποντας τα δύο προηγούμενα παραδείγματα, δέχτηκε κ’ εκείνος. Αλλά, ίσως και λόγω της εμπειρίας της αποτυχίας του πειράματος επάνω-μου, όταν τελείωσε το ξόρκι δήλωσε κ’ εκείνος οτι τίποτα το ιδιαίτερο δεν αισθάνθηκε. Απογοητευμένη εμφανώς η ιδιοκτήτρια, δικαιολογήθηκε λέγοντας πως η δύναμη δεν έρχεται πάντα σε όλους, οτι “διαλέγει” σε ποιους ανθρώπους θα δράσει. Την ευχαριστήσαμε, κι αφού αγόρασα μερικά πετρώματα που πρόσθεσα στη συλλογή-μου, φύγαμε από το μέρος εκείνο.

Το παράδειγμα αυτό είναι από εκείνα που χρειάζονται τη συμμετοχή του υποκειμένου για να “πιάσουν”. Αν το υποκείμενο είναι μωρόπιστο και δεν έχει γνώσεις ψυχολογίας, υποθέτει οτι μια υπερφυσική “δύναμη” δημιουργεί το ρίγος που αισθάνεται να διατρέχει τη σπονδυλική-του στήλη. Αν όμως έχει τις απαιτούμενες γνώσεις ψυχολογίας και νευροβιολογίας, μπορεί ν’ αντιληφθεί οτι είναι ο εαυτός-του που, ακούγοντας τα ξόρκια, “πλημμυρίζει” τον εγκέφαλο και το όλο νευρικό-του σύστημα με νευροδιαβιβαστές που προκαλούν αυτό το “ρίγος”. Το αίτιο είναι ψυχολογικό, και οφείλεται στην αίσθηση κύρους που δίνει η δυνατή φωνή του “μάγου” ή “μάγισσας”. Το μέσον είναι εντελώς φυσιολογικό (όχι υπερφυσικό), και δεν είναι άλλο από τους νευροδιαβιβαστές, δηλ. τις χημικές ουσίες που δημιουργούνται σε μη κανονικές ποσότητες και χαλούν τη λεπτή ισορροπία στην οποία βρίσκεται συνήθως ο εγκέφαλος.


Αρχή 0: Θεμελίωση επί της βιολογικής εξέλιξης

Δύο από τις προηγούμενες αρχές, συγκεκριμένα η 3η (“Ελαχιστοποίηση θεωριών – Ξυράφι του Όκαμ”) και η 5η (“Ορθολογισμός”), στηρίχτηκαν ουσιαστικά στην Αρχή 0, που ανακοινώθηκε στην αρχή του παρόντος κειμένου αλλά δεν συζητήθηκε. Εδώ φτάσαμε στο σημείο όπου μπορούμε να τη συζητήσουμε, έχοντας δει νωρίτερα τις δύο προαναφερθείσες εφαρμογές-της.

Όπως ειπώθηκε στα “προλεγόμενα” για την Αρχή 0:

Όταν μια ανθρώπινη συμπεριφορά:
  1. έχει τις ρίζες-της στην εξελικτική πορεία μέσω της οποίας αναδύθηκε το ανθρώπινο είδος-μας από προγενέστερα είδη ζώων, και
  2. αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση κάθε ατόμου όλων των προγονικών-μας ειδών,

τότε αυτή είναι μια “σωστή” ανθρώπινη συμπεριφορά.

Τώρα γνωρίζουμε κάποια παραδείγματα που αποτελούν εφαρμογές της Αρχής 0. Το Ξυράφι του Όκαμ είναι μια τέτοια εφαρμογή, έχοντας τις ρίζες-του στην “ορθή” (προκειμένου για την επιβίωση) αντίληψη της οπτικής δομής των αντικειμένων· δεν υπήρξε ποτέ ζωικό είδος που να μην είχε αυτή την ικανότητα, γιατί θα αποτύγχανε να επιβιώσει. Ο ορθολογισμός είναι άλλη μια τέτοια εφαρμογή: δεν υπήρξε ποτέ ζωικό είδος που να έκανε “παράλογα” πράγματα, δηλαδή πράγματα μη συμβατά με την επιβίωσή του, γιατί θα εξαφανιζόταν από το πρόσωπο του πλανήτη.

Ειπώθηκε επίσης στα προλεγόμενα το εξής: στη διάρκεια των γεωλογικών αιώνων (δισεκατομμυρίων ετών) οι συμπεριφορές αυτές έγιναν πιο πολύπλοκες· ιδίως μάλιστα με την έλευση των ανθρώπινων ειδών, και δη του δικού-μας, έγιναν τόσο πολύπλοκες ώστε να δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε σήμερα την προέλευσή τους. Για παράδειγμα, το Ξυράφι του Όκαμ “ξέφυγε” από την περιοχή της όρασης και επεκτάθηκε σε αφηρημένους τομείς, όπως η διατύπωση αξιωματικών θεωριών, εκείνες που περιλαμβάνουν υποθέσεις και συμπεράσματα (του παρόντος κειμένου μη εξαιρουμένου). Ο ορθολογισμός επίσης “ξέφυγε” από τα όσα συμβαίνουν στην καθημερινή πάλη για επιβίωση, και επεκτάθηκε σε αφηρημένες σκέψεις, όπως: «Όταν γίνεται το Χ τότε πρέπει να συμβαίνει το Ψ». Σαν αποτέλεσμα του ορθολογιστικού τρόπου σκέψης, σαν ένα είδος “κρυστάλλου” που προέκυψε από το φιλτράρισμα και απόρριψη όλων των “άσχετων” με τον ορθολογισμό εννοιών, έχουμε σήμερα το οικοδόμημα της Μαθηματικής Λογικής. Μπορεί να έγινε έτσι δύσκολο να αναγνωρίσουμε τις βιολογικές ρίζες του Ξυραφιού του Όκαμ (3η Αρχή) και του ορθολογισμού (5η Αρχή), αλλά αυτή η δυσκολία δεν πρέπει να μας αποτρέψει από του να κατανοήσουμε οτι όντως αυτές οι Αρχές έχουν το υπόβαθρό τους στην Αρχή 0, δεν είναι δηλαδή εντελώς αυθαίρετες. Είναι επομένως τόσο δικαιολογημένες όσο δικαιολογημένη είναι και η Αρχή 0 (βλέπε παρακάτω).

Η 2η προϋπόθεση της Αρχής 0 λέει οτι η συμπεριφορά που δικαιολογείται σαν “σωστή” από την Αρχή 0 πρέπει να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση όλων των ατόμων όλων των προγονικών-μας ειδών (από τότε που η συμπεριφορά έχει τη δυνατότητα ύπαρξης, εννοείται· π.χ. πρόγονοί μας είναι και τα βακτήρια, αλλά εκεί δεν εμφανίζονται συμπεριφορές που να αντιστοιχούν στο Ξυράφι του Όκαμ). Ας δούμε λοιπόν μερικά αντιπαραδείγματα, δηλαδή συμπεριφορές που είναι υπαρκτές μεν, αλλά δεν ικανοποιούν τη 2η προϋπόθεση, και επομένως δεν κρίνονται σαν “σωστές” από την Αρχή 0.

(Προσοχή όμως: το οτι δεν κρίνονται σαν σωστές δεν σημαίνει “κρίνονται ως λανθασμένες”. Η Αρχή 0 δεν λέει οτι μια συμπεριφορά είναι σωστή “τότε και μόνο τότε όταν...”· η Αρχή 0 παραμένει μόνο στο “τότε όταν...”. Μπορεί δηλαδή να υπάρχουν και άλλες “σωστές” ανθρώπινες συμπεριφορές που δεν καλύπτονται από την αρχή αυτή — και όντως υπάρχουν.)

Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, τον καννιβαλισμό: η συμπεριφορά αυτή εμφανίζεται μεταξύ κάποιων ειδών: π.χ. ειδών αραχνών, όπου η θηλυκή αράχνη τρώει την αρσενική μετά τη γονιμοποίηση, έστω κι αν οι αράχνες δεν αποτελούν προγονικό-μας είδος· ή της σαύρας του είδους “δράκος του Κόμοντο”, έστω κι αν και πάλι τα ερπετά αυτά βρίσκονται φυλογεννετικά αρκετά μακριά από τα προγονικά-μας είδη· ή ακόμα και του δικού-μας είδους, καθώς καννιβαλισμός έχει παρατηρηθεί τόσο μεταξύ φυλών “αγρίων” στη σχετικά πρόσφατη ιστορική εποχή, όσο και μεταξύ μελών “πολιτισμένων” κοινωνιών, όχι πλέον σαν συνήθειο, αλλά σαν “διαστροφή” μεμονωμένων ατόμων. Ο καννιβαλισμός όμως δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης. Γνωρίζουμε οτι τα ζωικά είδη επιβιώνουν θαυμάσια χωρίς καννιβαλισμό. Ακόμα χειρότερα, αν κάποιο είδος επιδιδόταν συστηματικά σε καννιβαλισμό, δηλαδή αν κάθε μέλος-του προσπαθούσε να φάει κάποιο άλλο — όπως απαιτεί η 2η προϋπόθεση της Αρχής 0 — προφανώς το είδος αυτό θα είχε εξαφανιστεί ταχύτατα και δεν θα άφηνε είδη-απογόνους. Άρα ο καννιβαλισμός μπορεί να είναι υπαρκτός σαν συμπεριφορά, δεν δικαιολογείται όμως σαν “σωστή” ανθρώπινη συμπεριφορά από την Αρχή 0.

Άλλο, παρόμοιο παράδειγμα, είναι ο βιασμός θηλυκού από αρσενικό. Δεν υπάρχει αυτή η συμπεριφορά μεταξύ των περισσότερων ζωικών ειδών. (Άλλωστε ο κανόνας είναι οτι συνήθως το θηλυκό είναι το κυρίαρχο, ενώ το αρσενικό είναι κάτι σαν “αναλώσιμο”, χρήσιμο κυρίως στο να συνεισφέρει τα γονίδιά του και μάλλον όχι σε πολλά άλλα πράγματα.) Όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά και όλα τα ζωικά είδη με σεξουαλική αναπαραγωγή επιβιώνουν θαυμάσια χωρίς κάθε αρσενικό άτομο να βιάζει κάποιο θηλυκό. Και πάλι δεν ισχύει η 2η προϋπόθεση, άρα ούτε το βιασμό δικαιολογεί η Αρχή 0 σαν “σωστή” ανθρώπινη συμπεριφορά.

Παρόμοια αντιπαραδείγματα μπορεί να βρει κανείς στο ρατσισμό, στη βρεφοκτονία, κ.ά.

Με τα αντιπαραδείγματα που μόλις αναφέρθηκαν μπήκαμε για τα καλά στην περιοχή της ηθικής. Πράγματι, αυτό που ονομάζουμε ηθική είναι κάτι που “εκπορεύεται” κατευθείαν από την Αρχή 0· είναι μια Συνέπεια της Αρχής 0. Η συζήτηση όμως περί ηθικής δεν είναι δυνατό να γίνει στο παρόν κείμενο, γιατί θα απαιτούσε τουλάχιστον ένα βιβλίο για να προσεγγιστεί κάπως το πολυπλοκότατο αυτό θέμα· οπότε την αναβάλλω για το μέλλον.

Εδώ πρέπει να πω οτι τα παραπάνω αντιπαραδείγματα μπορεί να δώσουν τη λανθασμένη εντύπωση οτι η Αρχή 0 διαχωρίζει τις “σωστές” από τις “λανθασμένες” ή “κακές” συμπεριφορές. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Παραδείγματος χάρη, ας θεωρήσουμε τη συμπεριφορά της αποταμίευσης. Υπάρχουν ορισμένα είδη που αποταμιεύουν, όπως π.χ. οι σκίουροι, ή τα μυρμήγκια. Δεν είχαν όμως αυτή τη συμπεριφορά τα προγονικά-μας είδη. Άρα η αποταμίευση δεν χαρακτηρίζεται σαν “σωστή” ανθρώπινη συμπεριφορά από την Αρχή 0. Τί σημαίνει αυτό; Οτι χαρακτηρίζεται σαν λάθος; Όχι βέβαια· απλώς οτι δεν χαρακτηρίζεται σαν σωστή. Είναι ας πούμε σαν να πρόκειται για τον κάπως μυωπικά σκεπτόμενο προϊστάμενο μιας εταιρίας που δίνει ένα μπόνους χρημάτων σε ορισμένους εργαζόμενους μόνο· οι άλλοι που δεν πήραν το μπόνους από αυτόν τον προϊστάμενο δεν σημαίνει οτι είναι κακοί εργαζόμενοι· μπορεί άλλωστε να υπάρχει κι άλλος προϊστάμενος, και να ελπίζουν οτι θα τους δώσει μπόνους εκείνος. Έτσι και η αποταμίευση (όπως και πολλές άλλες συμπεριφορές ή πρακτικές): δεν χαρακτηρίζεται σαν σωστή (αλλά ούτε και λάθος) μέσω της Αρχής 0· μπορεί όμως να χαρακτηριστεί σωστή μέσω άλλου συστήματος κανόνων ή παραδοχών.

Δικαιολόγηση της Αρχής 0

Η δικαιολόγηση της Αρχής 0 είναι (και οφείλει να είναι) προφανής, καθώς πρόκειται για μια θεμελιώδη αρχή: δικαιολογείται από το οτι χωρίς αυτή την αρχή δεν θα υπήρχαμε. (Δεν θα υπήρχε όχι μόνο το ανθρώπινο είδος, αλλά κανένα από τα προγονικά-του είδη.) Δεν θα βρισκόμασταν λοιπόν εδώ για να συζητήσουμε. Οφείλουμε την ύπαρξή μας στην Αρχή 0 και σε όσα έπονται σαν συνέπειες αυτής — αυτό νομίζω αρκεί σαν δικαιολόγησή της.


Σχόλια επί του “ακλόνητου” της βάσης της πίστης

Έγραψα στην εισαγωγή οτι ενώ με μια πρώτη σκέψη το να έχει κανείς μια “ακλόνητη” βάση πίστεων μοιάζει με πλεονέκτημα, στην πραγματικότητα το πλεονέκτημα είναι να τελεί η βάση αυτή μόνιμα υπό κριτική εξέταση. Αυτό συμβαίνει γιατί έτσι προκύπτει μια ευέλικτη βάση, που μπορεί να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, στη νέα γνώση· να μην αποκτά ρωγμές λόγω της σύγκρουσης με την αμείλικτη πραγματικότητα, αλλά να προσαρμόζεται σ’ αυτήν. Η αλήθεια είναι οτι και η Χριστιανική θρησκεία έχει προσαρμοστεί εν πολλοίς στη γνώση που έχει προκύψει από τις επιστημονικές παρατηρήσεις των τελευταίων τεσσάρων ή το πολύ πέντε αιώνων. Για παράδειγμα, πριν από πέντε αιώνες, όλος ο Χριστιανικός κόσμος, όταν έλεγε “ημέρα” προκειμένου για μια από τις έξι ημέρες της Δημιουργίας εννοούσε μια περίοδο 24 ωρών, χωρίς αστερίσκους, υποσημειώσεις, ή ναι-μεν-αλλά. Σήμερα, οι Χριστιανοί που επιμένουν στην 24-ωρη ερμηνεία της έννοιας “ημέρα της Δημιουργίας” είναι μια μειοψηφία, και μάλλον πρόκειται γι’ αυτούς που δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο επιστημονικό υπόβαθρο. Και σε αλλα θέματα έχει υπάρξει μια μικρή ευελιξία από το Χριστιανισμό, γιατί αλλιώς θα αποξενωνόταν από τη σημερινή εποχή και θα ακουγόταν σαν ξύλινος, κενός λόγος — όπως ακούγεται ο Μωαμεθανισμός μάλλον, που δεν έχει δείξει κανένα σημάδι ευελιξίας στο πιστεύω-του. Όμως η ευελιξία του Χριστιανού θεολόγου είναι πολύ περιορισμένης μορφής, γιατί το πρωταρχικό είναι οτι “ξεκινάμε από την πίστη”· ενώ το πρωταρχικό στη σκέψη που αναπτύσσω στο παρόν κείμενο είναι το “ξεκινάμε από την παρατήρηση” (αλλά την επιστημονική παρατήρηση· όχι την αδέξια, προσωπική παρατήρηση, που μπορεί να μας παραπλανήσει για λόγους που δεν μπορώ να αναπτύξω πλήρως στο παρόν, αλλά την παρατήρηση με όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες που την κάνουν αξιόλογη και βάσιμη). Αυτό είναι που προσδίδει την ευελιξία στην επιστημονική βάση: το οτι αλλάζει βάσει των δεδομένων.

Συχνά όμως δημιουργείται η εντύπωση, ιδίως σε όσους δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη επιστημονική κατάρτιση, οτι αυτού του είδους η βάση είναι “φτερό στον άνεμο”· οτι τίποτα δεν είναι στέρεο, όλα μπορούν ν’ αλλάξουν στην επιστημονική γνώση, και άρα κανείς δεν μπορεί έτσι να ισχυριστεί οτι γνωρίζει οτιδήποτε, αφού αυτό που νομίζει οτι γνωρίζει σήμερα μπορεί ν’ αλλάξει αύριο. Άρα τί νόημα έχει να λέμε τελικά οτι έχουμε “γνώση” επιστημονική;

Το παραπάνω είναι, θα έλεγα η “αφελής” άποψη περί επιστημονικής γνώσης. Αν τυχόν ο αναγνώστης τη συμμερίζεται, ας μην αισθανθεί προσβεβλημένος από το χαρακτηρισμό αυτό, γιατί μια — αμυδρή έστω — παραλλαγή-της διατύπωσε και τουλάχιστον ένας διακεκριμένος φιλόσοφος: ο Paul Feyerabend (1924–1994). (Το όνομά του προφέρεται “Φάιεραμπεντ”, αλλά στην Ελλάδα ως γνωστόν έχουμε τη δική-μας άποψη περί του πώς θα έπρεπε να προφέρονται τα ξένα ονόματα, κ’ έτσι το λέμε “Φεγεράμπεντ”.) Κατά τον Feyerabend, δεν πρέπει να υπάρχει επιστημονική μέθοδος, αλλά να επικρατεί ένα είδος “θεωρητικής αναρχίας” στην επιστήμη, όπου όλα να μπορούν να αλλάξουν από όλους. Εγώ θα έλεγα, ο αλάνθαστος φιλόσοφος μάλλον δεν γεννήθηκε ακόμη· όσο για φιλοσόφους που διατύπωσαν ανοησίες, αυτοί έχουν υπάρξει “με τη σέσουλα”.

Ενώ λοιπόν πράγματι μπορεί να αλλάξει η επιστημονική γνώση, η αλλαγή αυτή δεν είναι τυχαία, “ότι κι ότι”· δεν αλλάζουν τα πάντα στην επιστήμη χωρίς διάκριση, ούτε αλλάζουν στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο. Για να το καταλάβουμε αυτό, χρήσιμο είναι να παρομοιάσουμε την επιστημονική γνώση με την εικόνα ενός δέντρου.

Το δέντρο έχει έναν κορμό με μια ρίζα, και ο κορμός διακλαδίζεται σε κλαδιά, που το καθένα με τη σειρά-του διακλαδίζεται σε μικρότερα· κι όσο προχωράμε προς τις άκρες, τόσο μικρότερα και πολυπληθέστερα γίνονται τα κλαδάκια. Τώρα, αλλαγές συμβαίνουν βέβαια στο δέντρο καθώς αυτό αναπτύσσεται, αλλά δεν συμβαίνουν με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα μέρη του δέντρου. Ο κορμός, για παράδειγμα, μεγαλώνει μεν, αλλά παραμένει ο ίδιος κορμός, δεν αλλάζει αντικαθιστώμενος από άλλον κορμό. Οι βασικές διακλαδώσεις του κορμού παραμένουν αρκετά σταθερές, αν και, μέσα στη διάρκεια της μακράς ζωής-του, το δέντρο μπορεί να αναπτύξει και κάποιο νέο βασικό κλάδο, ή ένας από τους παλιούς να ξεραθεί γιατί δεν φτάνουν πια οι χυμοί από το έδαφος σ’ αυτόν. (Ας εξαιρέσουμε τα ατυχήματα, όπως μια καταιγίδα ή κεραυνό ή άνθρωπο με αλυσσοπρίονο, γιατί αυτά δεν ταιριάζουν στην αναλογία που περιγράφω εδώ.) Όσο πιο μικρό όμως είναι ένα κλαδάκι του “δέντρου της γνώσης”, τόσο πιο επιδεκτικό είναι στην αλλαγή. Όσο μεγαλώνει και παχαίνει, τόσο πιο δύσκολο γίνεται ν’ αλλάξει τελείως, ή να ξεραθεί και να πέσει, και τόσο πιο πιθανό ν’ αποκτήσει τους δικούς-του, μικρότερους κλάδους.

Έτσι π.χ. η φυσική, ξεκίνησε σαν ένας κλάδος του κορμού, μικρός στην αρχή — πολύ μικρός — κάπου στο 16ο με 17ο αιώνα. (Ή μπορεί κανείς να δει τις απαρχές της φυσικής στην ελληνική σκέψη του 4ου ή και 5ου π.Χ. αιώνα, αν και χωρίς το βασικό εργαλείο της καθαυτό φυσικής, που είναι το πείραμα.) Όταν ο Γαλιλαίος πρωτοδιατύπωνε θεμελιώδεις ιδέες φυσικής, δεν υπήρχε ακόμα ούτε η οπτική (αναπτύχθηκε στη σύγχρονη μορφή-της αμέσως μετά), ούτε ο ηλεκτρομαγνητισμός (19ος αιώνας), ούτε η κβαντική φυσική ή η θεωρία της σχετικότητας (20ός αιώνας). Αμέσως μετά το Γαλιλαίο, ο Νεύτωνας διατύπωσε τις θεμελιώδεις αρχές της κλασικής φυσικής, και μεταξύ άλλων και την κλασική θεωρία της βαρύτητας. Αυτό αποτέλεσε “κορμό” μέσα στον κλάδο της φυσικής. Όμως τον 20ό αιώνα ήρθε ο Αϊνστάιν και διόρθωσε την κλασική θεωρία της βαρύτητας μέσω της θεωρίας της γενικής σχετικότητας. Αυτό δεν σημαίνει οτι ο Αϊνστάιν ήρθε με αλυσσοπρίονο και έκοψε τον “κλασικό κλάδο”, αντικαθιστώντας-τον με κάποιον εντελώς άλλον. Κάθε άλλο. Όσοι έχουν το απαραίτητο υπόβαθρο στα θέματα αυτά, γνωρίζουν οτι η θεωρία της σχετικότητας αποτελεί μια διόρθωση στην κλασική θεωρία, ή μια γενίκευσή της, λέγοντας οτι η κλασική θεωρία ισχύει σε οριακές συνθήκες (ταχυτήτων πολύ μικρών σε σχέση με την ταχύτητα του φωτός, και ασθενών βαρυτικών πεδίων). Επειδή όμως αυτές οι οριακές συνθήκες είναι ακριβώς εκείνες που ισχύουν στο άμεσο περιβάλλον-μας, γιαυτό ακόμα χρησιμοποιούμε την κλασική φυσική του Νεύτωνα για να λύσουμε όχι μόνο καθημερινά προβλήματα όπως το χτίσιμο ενός οικοδομήματος, αλλά και εξωτικά προβλήματα όπως η πλοήγηση ενός διαστημοπλοίου στο διάστημα. Δεν “κόπηκε” ο κλάδος της κλασικής φυσικής, αλλά αναπτύχθηκε περαιτέρω, “πάχυνε” μέσω της θεωρίας της σχετικότητας. Βέβαια οι κλάδοι των πραγματικών δέντρων μεγαλώνουν βαθμιαία και ανεπαίσθητα για μας τους παρατηρητές. Οι κλάδοι του δέντρου της γνώσης μεγαλώνουν καμιά φορά απότομα, όπως με το παράδειγμα που ανέφερα. Πιο συχνό όμως είναι το να μεγαλώνουν σταδιακά και ανεπαίσθητα, παρατήρηση-την-παρατήρηση, πείραμα-το-πείραμα, δημοσίευση-τη-δημοσίευση, στην οποία κανείς εκτός από ένα μικρό κύκλο αναγνωστών δεν δίνει σημασία. Καμιά φορά, μια αρχικά ασήμαντη δημοσίευση αποτελεί το “μάτι” πάνω στο κλαδί, απ’ όπου ξεπηδά ένα καινούργιο κλαδάκι συν τω χρόνω. Ακόμα και η έννοια του καρπού έρχεται με φυσιολογικό τρόπο στο νου μ’ αυτή την αναλογία: καρπός του δέντρου της γνώσης, και ιδίως της επιστημονικής, είναι κάθε προϊόν τεχνολογίας, απ’ αυτά που κρατάμε στα χέρια-μας και μιλάμε με άλλους ανθρώπους, ακούμε μουσική, βλέπουμε έργα, οδηγούμε, ζεσταινόμαστε, ψυχόμαστε, διαβάζουμε το παρόν, και κάνουμε τόσα και τόσα καθημερινά με τη βοήθειά τους. Κάποτε τα “φρούτα” αυτά μαραίνονται και πέφτουν σε αχρηστία, όπως συνέβη με τα μαγνητόφωνα, και κατόπιν με τα κασετόφωνα. Στη θέση-τους βγαίνουν άλλα “φρούτα” (π.χ. τώρα τα MP3), που κι αυτά με τη σειρά-τους θα μαραθούν και θ’ αντικατασταθούν από νεότερα.

Είναι αφελές λοιπόν να πιστεύουμε οτι “στην επιστήμη όλα αλλάζουν, τίποτα δεν μένει σταθερό”. Αλλαγή υπάρχει, και μεγάλη μάλιστα, αλλά δεν είναι άναρχη. Πρόκειται για αλλαγή νομοτελειακή, που η νομοτέλειά της περιγράφεται αρκετά καλά μέσω της αναλογίας του δέντρου, την οποία περιέγραψα.


Μπορεί να υπάρχει το “υπερφυσικό”;

Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τί εννοούμε με τη λέξη “υπερφυσικό”: κάτι που υπερβαίνει τις δυνατότητες εξήγησης που μπορούν να μας δώσουν οι φυσικές επιστήμες όπως τις γνωρίζουμε τώρα, ή κάτι που υπερβαίνει τις δυνατότητες εξήγησης των φυσικών επιστημών για πάντα;

Δεν νομίζω οτι σοβαροί επιστήμονες οι οποίοι έχουν ξοδέψει έστω ελάχιστο από το χρόνο-τους στο να αντιληφθούν την πορεία της επιστήμης και τη συνολική εικόνα-της μέχρι σήμερα (αρχές 21ου αι.) θα υποστήριζαν οτι έχουμε φτάσει στο τέλος των δυνατοτήτων της επιστήμης αλλά και των φαινομένων που μένει να εξηγηθούν· κι οτι επιπλέον δεν υπάρχει κι ούτε πρόκειται να υπάρξει τίποτα το άγνωστο, το υπέρ-της-φυσικής (με την ευρεία έννοια, δηλαδή όλων των φυσικών επιστημών) που να χρειαστεί να εξηγηθεί, και για το οποίο θα αρκέσει η σημερινή γνώση. Αν κάποιος υποστηρίζει αυτή την άποψη, μάλλον χρειάζεται να διευρύνει τους ορίζοντες της γνώσης-του εντός των φυσικών επιστημών· και κυρίως να μελετήσει την ιστορία της εξέλιξης της επιστήμης, για να δει λίγο καθαρότερα το πού βρισκόμαστε.

Πιο ενδιαφέρουσα από φιλοσοφική άποψη είναι η εξής ιδέα: «Όχι, δεν θα υπάρξει ποτέ τίποτα το υπερφυσικό. Όλα τα ερωτήματα θα μπορούν πάντα να προσεγγιστούν μέσω των μεθόδων της φυσικής επιστήμης (με την ευρεία έννοια) καθώς αυτή θα εξακολουθεί να αναπτύσσεται στο μέλλον.» Υπάρχουν μάλιστα αρκετοί άθεοι διανοητές της εποχής-μας που συνυπογράφουν την παραπάνω σκέψη.

Εγώ δεν ανήκω σ’ αυτούς. Πιστεύω οτι υπάρχουν αξεπέραστα όρια στην ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται τον κόσμο, και τα όρια αυτά μας έχουν τοποθετηθεί από τη βιολογική εξέλιξη, λόγω του οτι εξελιχθήκαμε προσαρμοζόμενοι στο γήινο περιβάλλον, το οποίο έχει συγκεκριμένες ιδιότητες και όχι άλλες. Η “μηχανή άνθρωπος” αντικατοπτρίζει στην κατασκευή-της τον πλανήτη Γη (με αφηρημένο τρόπο βέβαια). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι αισθήσεις-μας να “μεταδίδουν” προς το νου-μας μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας, όπως έχω περιγράψει στην εισαγωγή αυτού του κειμένου. Αυτό που ονομάζουμε “πραγματικότητα” είναι κάτι το πολύ μεγαλύτερο και πολύ διαφορετικότερο από αυτά που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις. Η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι παρά σκιές στον τοίχο του σπηλαίου, σύμφωνα με την “αλληγορία του σπηλαίου”, του Πλάτωνα. Πιστεύω λοιπόν, βάσει ενδείξεων (χωρίς δηλαδή να καταστρατηγώ τις Αρχές που περιέγραψα, αλλά σαν απόρροιά τους — διαβάστε για κάποιες από τις ενδείξεις στην εισαγωγή του προαναφερθέντος κειμένου) οτι υπάρχουν μόνιμα, αξεπέραστα όρια στο πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η αντίληψη του ανθρώπου.

Μπορεί λοιπόν να υπάρχει και αυτό που δεν πρόκειται ποτέ ν’ αντιληφθούμε, λόγω απόλυτων ορίων στους μηχανισμούς με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε. Συγκεκριμένα, αντιλαμβανόμαστε τελικά μέσω φωτονίων. (Και μέσω ακουστικών κυμάτων βέβαια, και μέσω οσμών, γεύσεων, κλπ., αλλά με τις αισθήσεις αυτές δεν μπορούμε να πάμε πολύ μακριά· όλα τα πρωτεύοντα ζώα, δηλ. οι πίθηκοι, είναι κυρίως “οπτικοί τύποι”.) Αν υπάρχει μέρος της πραγματικότητας που τελικά είναι ανεπηρέαστη και απροσπέλαστη από τα φωτόνια, η πραγματικότητα αυτή είναι για πάντα εκτός του ορίζοντα της ανθρώπινης γνώσης. Ας σημειώσω εδώ οτι με τη λέξη “τελικά” εννοώ “ακόμα και έμμεσα”· μπορεί δηλαδή κάποιο μέρος της πραγματικότητας να “παρατηρείται” μέσω άλλων σωματιδίων, όχι φωτονίων· η πληροφορία όμως περί της παρατήρησης αυτής πρέπει να φτάσει τελικά σ’ εμάς μέσω φωτονίων, γιατί κάπου πρέπει να τη δούμε, κάπου να τη διαβάσουμε. Αν δεν υπάρχει φυσικός μηχανισμός που να συνδέει την παρατήρηση αυτή με τον ανθρώπινο εγκέφαλο μέσω φωτονίων, το τμήμα αυτό της πραγματικότητας είναι “τελικά απροσπέλαστο” από την ανθρώπινη νόηση. Αυτό, το τελικά απροσπέλαστο, δέχομαι οτι μπορεί να υπάρχει (απορρίπτοντας — βάσει της Συνέπειας 5.1.1 — την ανθρωποκεντρική φιλοσοφική άποψη οτι υπάρχει μόνο αυτό που τελικά μπορούμε να αντιληφθούμε), και το ονομάζω “υπερφυσικό”.

Συνήθως όμως “υπερφυσικό” ονομάζει ο κόσμος κάτι άλλο: αυτό το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό με κάποιον τρόπο από το νου του ανθρώπου, αλλά ίσως όχι μέσω των αισθήσεων, ή που δεν εξηγείται από την τρέχουσα επιστημονική γνώση, και που ίσως (όπως μάλλον ελπίζουν) να μη μπορεί να εξηγηθεί ποτέ.

Καταρχήν ας σημειώσω οτι αντίληψη όχι μέσω των αισθήσεων (όλων των γνωστών, όχι μόνο των πέντε “πρωταγωνιστών”) δεν πιστεύω οτι υπάρχει. Το υποκείμενο των αισθήσεων είναι ο νους. Επόμενο είναι, σαν νοολόγος, να έχω πολύ συγκεκριμένη και ίσως και εμπεριστατωμένη άποψη για το πώς προκύπτει ο νους από τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα γενικότερα (όχι μόνο στον άνθρωπο αλλά και σε κάθε άλλο ζώο, σε περιορισμένο βαθμό βέβαια, αναλόγως του ζώου). Αντίληψη χωρίς συμμετοχή του εγκεφάλου είναι κάτι σαν, ας πούμε, ποδόσφαιρο χωρίς μπάλα. Για να παιχτεί ποδόσφαιρο χρειάζεται ένα φυσικό όργανο (κεντρικής σημασίας): αυτό το πέτσινο στρογγυλό φουσκωμένο αντικείμενο, η μπάλα. Χωρίς αυτό ποδόσφαιρο δεν νοείται. Μπορεί να είναι λίγο υποδεέστερη ποιοτικά η μπάλα, όπως αυτές που χρησιμοποιούν τα παιδιά στις αλάνες ή στις παραλίες (κατ’ αναλογία, υποδεέστεροι του ανθρώπινου είναι οι εγκέφαλοι άλλων ζώων)· μπορεί η μπάλα να είναι σε προσομοίωση, όπως στην οθόνη ενός υπολογιστή (κατ’ αναλογία, εγκέφαλος σε προσομοίωση μπορεί να υπάρξει σε υπολογιστές στο μέλλον, και ως ένα πολύ μικρό βαθμό αυτό έχει ήδη πραγματοποιηθεί)· αλλά με ανύπαρκτη μπάλα, “μπάλα” δεν παίζεται.

Τώρα, έστω οτι δεχόμαστε πως ο νους προκύπτει από τον εγκέφαλο. Το να υπάρχει αυτό που κοινώς ονομάζεται “υπερφυσικό” και να επηρεάζει με κάποιον άγνωστο τρόπο τον εγκέφαλο, δεν μπορεί μεν να απορριφθεί εκ προοιμίου, αλλά γνωρίζοντας αρκετά καλά τα όσα γνωρίζουμε περί εγκεφάλου από τη νευροεπιστήμη (neuroscience, που είναι άλλωστε ένας από τους “πυλώνες” της νοολογίας), θα έλεγα οτι ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχει εξαιρετικά μικρή πιθανότητα να είναι αληθινό· τόσο μικρή, που άνετα θα στοιχημάτιζα ένα σεβαστό ποσό στο αντίθετο, δηλαδή στο οτι ο εγκέφαλος δεν έχει καμιά τέτοια ιδιότητα. Φυσικά, αυτές είναι απλώς απόψεις-μου που διατυπώνω με κάθε επιφύλαξη, καθώς στηρίζονται σε εκτιμήσεις πιθανοτήτων σύμφωνα με τις γνώσεις-μου. Άλλος άνθρωπος, με διαφορετικές και ιδίως περισσότερες γνώσεις στα θέματα αυτά, μπορεί κάλλιστα να έχει άλλη άποψη.

Αυτά λοιπόν πιστεύω για το υπερφυσικό: ναι, θα πρέπει να υπάρχει το “πέραν του φυσικού”, όπου “φυσικό” είναι αυτό που θα μπορούσαν ποτέ να μας μεταδώσουν οι αισθήσεις-μας (είτε απευθείας είτε μέσω οργάνων), και οι αισθήσεις έχουν όρια “από το εργοστάσιο”, όρια που προέκυψαν από τη βιολογική εξέλιξη. Ένα από τα όρια αυτά είναι και οτι όλα όσα γίνονται αντιληπτά από τον εγκέφαλό μας (άρα από τον εαυτό-μας) γίνονται μόνο διαμέσου των αισθήσεων.

Με μια υποσημείωση όμως: όταν λέω «διαμέσου των αισθήσεων», αυτό το εννοώ με ένα γενικευμένο τρόπο. Συγκεκριμένα, ας φανταστούμε μια μελλοντική εποχή όπου η τεχνολογία θα έχει προοδεύσει τόσο, και η γνώση-μας για το πώς ακριβώς λειτουργεί ο εγκέφαλος θα είναι τόσο λεπτομερειακή, ώστε να μπορούμε με μια συσκευή να επιδράσουμε, μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, κατευθείαν στους νευρώνες του εγκεφάλου. Χάρη στη λεπτομερή γνώση-μας, θα μπορούσαμε έτσι να “φυτέψουμε” εικόνες, ήχους, ίσως και σκέψεις, κλπ., κατευθείαν στον εγκέφαλο, παρακάμπτοντας τα όργανα των αισθήσεων (μάτια, αυτιά, κλπ). Άρα, τί συμβαίνει στην περίπτωση αυτή; Θα λαμβάνουμε πληροφορία μέσω των αισθήσεων ή όχι, στο μακρυνό εκείνο μέλλον; Η απάντησή μου είναι οτι ναι, και τότε ακόμα η πληροφορία θα έρχεται μέσω των αισθήσεων. Μπορεί να παρακάμπτονται τα όργανα, όπως μάτια και αυτιά, αλλά θα εξακολουθεί να διεγείρεται ο οπτικός φλοιός του εγκεφάλου, ο ακουστικός φλοιός, κλπ., και αυτοί οι φλοιοί είναι αυτό που ονομάζουμε “αισθήσεις”. Ακόμα και αν μας “φυτεύουν” κατευθείαν σκέψεις, και αυτές ακόμα έχουν τη βάση-τους στις αισθήσεις, και κυρίως στην αίσθηση της όρασης. (Αυτό είναι ένα θέμα που ξεπερνάει κατά πολύ το εύρος του παρόντος, και δεν μπορώ να το αναπτύξω.) Με έμμεσο τρόπο, ακόμα και οι πιο αφηρημένες σκέψεις-μας βασίζονται στις αισθήσεις. Με αυτή την υποσημείωση λοιπόν, κλείνω την παρούσα ενότητα περί του πώς αντιλαμβάνομαι την έννοια του “υπερφυσικού”.

 


Πίσω στα θέματα θρησκείας